7.11.05

ΒΙΒΛΙΟ: «Ριπές Βροχής» Γεράσιμου Νεστοράτου

Μεσολόγγι 2005

Από τον
Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟ

Είναι ένας δικηγόρος-δήμαρχος. Είναι ένας μουσικός-δήμαρχος. Είναι ένας ποιητής-δήμαρχος. Ένας ρομαντικός άνθρωπος που περπατά στον 21ο αιώνα, κουβαλώντας τα όνειρά του και τα οράματά του. Ζει στο Νεοχώριο Μεσολογγίου και δημαρχεύει στον αρχαιότατο δήμο Οινιαδών. Προφανώς δικηγορεί για λόγους βιοπορισμού ή για να έχει ένα επάγγελμα. Του αρέσει η μουσική από πάθος και ίσως –λέμε ίσως, που μπορεί να είναι βεβαιότητα- θα ήθελε πολύ να παίζει μουσική και να τραγουδά, όπως τότε στο νέο κύμα, αφού είναι ένας νεοκυματικός του ΄60, που τόσο φανερά νοσταλγεί.
Και Ποιητής, για να εκφράζει αυτά που νιώθει, αυτά που οραματίζεται, αυτά που αφουγκράζεται στο Ιόνιο κύμα –καθώς γράφει στον πρόλογο η κόρη του Αποστολία Γερασίμου Νεστοράτου, θαυμάστρια του πατέρα της και μούσα του, βεβαιότατα.

Πρόκειται για τον Γεράσιμο Νεστοράτο, που μας χάρισε το δεύτερο πρωτότυπο βιβλίο του με τίτλο «Ριπές βροχής», που είναι, όπως ο ίδιος γράφει «πεζογραφήματα-ρομαντικά αφηγήματα». Είναι και τα δυό. Πεζογραφήματα, οπωσδήποτε, και ρομαντικά, ακόμη κι εκεί που περιγράφει κάποιες σκληρές εικόνες.
Είχαμε την ευκαιρία να γράψουμε λίγα λόγια για το πρώτο του βιβλίο «Σκόρπια φθινοπωρινά πλατανόφυλλα», που είναι έτσι ακριβώς όπως και το καινούργιο, ολόφρεσκο βιβλίο του.

Οι στίχοι του δεν ακολουθούν κάποια παραδεδεγμένη σχολή. Έχει δικό του ύφος, που μπορεί να ξενίζει όσους δεν είναι εξοικειωμένοι στην ανάγνωση και την προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων. Ο Γ.Ν. όμως έχει το προσόν να σε ελκύει και να προσέχεις τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του και το πάθος, που αναδύουν οι στίχοι του, όπως:
«Απόψε η βροχή είχε μια θλίψη,/ σαν να έκλαιγε ο θεός, κι αυτό γιατί,/ «σε έφερε ο άνεμος για λίγο στην αυλή μου,/ σε άφησε να ανθίσεις για μια στιγμή που/ ισοδυναμούσε με μια ζωή, κι έπειτα,/ σε ξερίζωσε και χάθηκες μαζί μ΄ αυτόν».» …Για μένα, το πραγματικό σου όνομα ήταν «προσευχή».

Ή άλλοι:
«Ζώντας μες την απάτη των ερωτικών/ εξιδανικεύσεων, αναρωτιέμαι συνεχώς:/ Αν, χωρίς διπλή ζωή δεν υπάρχει λογοτεχνία./Αν, η ζωή μοιάζει σαν μια σειρά από/ ασημαντότητες./ Αν, στην επαρχία είναι τόσο ήσυχα,/ γιατί όλα είναι νεκρά».
Είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί με άνεση, είτε για να υπενθυμίσει, είτε για να μεταφέρει τις προσωπικές ανησυχίες του ποιητή και να αναπαύσει με τις ρομαντικές του εικόνες. Οι στίχοι του έχουν περισσότερο χαρακτήρα αναμνήσεων, κι αυτό δείχνει ότι τους έχει ως άλλοθι της ωριμότητάς του, ή για να πει πράγματα που δεν μπορεί να τα εκφράσει απευθείας με το λόγο κοιτώντας σε στα μάτια.
Έτσι καταφεύγει στα πεζογραφήματα, που σε κοιτούν, μια κι έξω, κατάματα!