17.7.06

Ποίηση

Συνάντησα τα μάτια σου

Στην ακροθαλασσιά

το κύμα χτυπά με μανία

κι εγώ χαίρομαι

καθώς η φουρτούνα

λυσσομανά στο πέλαγο.

Στέκομαι ακίνητος

και βλέπω το κύμα,

βλέπω μέσα στο νερό

τα μάτια σου

να με κοιτούν με έκπληξη.

Γιατί τάχα τα μάτια σου

ταξιδεύουν μέσα στο κύμα;

Γιατί κι εγώ σε βλέπω

στη φουρτουνιασμένη θάλασσα;

Μήπως η θάλασσα

εκφράζει τα δικά μου

συναισθήματα;

Την ίδια φουρτούνα που έχει

η καρδιά μου καθώς σε

αναζητώ ματαίως αλλά μ΄ ελπίδα

Μέσα στην τρικυμία τής θάλασσας,

θέλοντας ν΄ αποφύγω τη δική μου

τρικυμία στην καρδιά!

Β.Α. Λαμπρόπουλος


Το κόκκινο της φωτιάς

Το κόκκινο δείλι

στον ορίζοντα ανταγωνίζεται

το κόκκινο στα χείλη σου.

Και τα δυό συναγωνίζονται

το ανοιξιάτικο κόκκινο τριαντάφυλλο

στον κήπο σου.

Το κόκκινο της φωτιάς

που καίει στην

αιμάτινη καρδιά μου.

Είναι ο αιματίτης που ανάβει πόθους

και φέρνει στεναγμούς πάθους,

όταν η θύμηση τρέχει

σ’ αυτά τα χείλη σου,

τα κόκκινα, που φαντάζουν

στο κόκκινο δειλινό

σαν ώριμος καρπός

τού έρωτα.


Β.Α. Λαμπρόπουλος

Κόρη τής Άνοιξης

Η σκουριασμένη καρδιά μου,

άρχισε πάλι να δουλεύει

στο αντίκρυσμά σου.

Ένιωσα χτύπους δυνατούς.

Ένιωσα τις ηλιαχτίδες

τού ήλιου στης

Άνοιξης το έμπα.

Κ΄ είπα δεν είναι

δυνατόν εσύ να είσαι

η αιτία κ΄ η αφορμή.

Κι όμως εσύ, εσύ

έφερες τούτη την

υπέρταση κι έκανες

την καρδιά μου

να δουλέψει πάλι

μετά από τόσους αιώνες.

Αιώνες ναι, γιατί ο θάνατος

τής καρδιάς μού φαίνεται

πως συνέβηκε πριν

από εκατό τόσα χρόνια!

Και συ την ξύπνησες

τούτη την Άνοιξη,

Κόρη τής Αφροδίτης.

Β.Α. Λαμπρόπουλος