10.7.06

Ρούντγιαρ Κίπλινγκ


Ιστορίες Της Ζούγκλας[i]

Λογοτεχνική προσαρμογή-Διασκευή

Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

- * - Το πρώτο γράμμα - * -


Λεζάντα: Αυτό που βλέπεις καλό μου παιδί, είναι ένας πραγματικός παλιός πάπυρος. Έχει πάνω του τις ίδιες ζωγραφιές, που έκανε η Ταφιμάι Μεταλουμάϊ στον φλοιό τού δέντρου. Ο πάπυρος, με τα περίεργα σύμβολα και τα γράμματα –είναι μάλλον Ρουνικά-, βρέθηκε στις ανασκαφές που κάνανε για να χτίσουνε τα νέα κτίρια. Το σπάνιο αυτό εύρημα, ζυγίζει τρία ολόκληρα κιλά! Τον πάπυρο τον γράφανε με ένα αιχμηρό αντικείμενο, κι αν ήτανε σημερινός, μάλλον θα χρησιμοποιούσανε καρφί! Στους παλιούς λαούς, παιδί μου, κανένας δεν γνώριζε γράμματα, αυτός ήτανε και ο λόγος που συχνά γινόντουσαν παρεξηγήσεις. Στις μέρες μας, ευτυχώς, δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα και είμαστε ήσυχοι!

Ούτε πάπυρο χρησιμοποιούμε, ούτε και καμάκι για ψάρεμα... ευτυχώς!

*

Λένε ότι στον κινηματογράφο και στα παραμύθια συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα! Κι όμως, καλό μου παιδί, το πιο απίθανο πράγμα έγινε στην πραγματικότητα. Σε μιά πολύ παλιά εποχή, τότε που ζούσε ο πρωτόγονος άνθρωπος! Τότε που ακόμα φορούσε για ρούχα προβιές από ζώα, κατοικούσε μέσα στις σπηλιές και, φυσικά, είχε μακριά μαλλιά και γένια. Ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει και παρ’ όλ’ αυτά, δεν έδειχνε και καμμία διάθεση για να μάθει!

Μη ρωτήσεις για δουλειά! Φυσικά και δε δούλευε. Γενικά δεν έκανε τίποτα και ήτανε πολύ ευχαριστημένος. Στενοχωριότανε λιγάκι όταν δεν είχε να φάει, αλλά γενικώς την πέρναγε μιά χαρά!

Σαν πρωτόγονος άνθρωπος, είχε και πρωτόγονο όνομα! Τον έλεγαν Τεγκουμάϊ Μποποουλάϊ, που σημαίνει «ο άνθρωπος που δε βιάζεται ποτέ». Εμείς όμως καλό μου παιδί, θα τον λέμε απλά Τεγκουμάϊ.

Σαν όλους τούς πρωτόγονους ανθρώπους, ο Τεγκουμάϊ είχε τη δική του οικογένεια, μη σού φαίνεται καθόλου περίεργο αυτό! Την γυναίκα του την έλεγαν Τεσουμάϊ Τεβιντρού, που σημαίνει «η περίεργη γυναίκα», αλλά εμείς θα την λέμε απλά Τεσουμάϊ. Το πρωτόγονο αυτό αντρόγυνο είχε και μιά μικρή πρωτόγονη κόρη, με το όνομα Ταφιμάη Μεταλουμάϊ. Θα αναρωτιέσαι, βέβαια, τι να σημαίνει το όνομά της. Μάθε, λοιπόν, πως σημαίνει «το κακομαθημένο κορίτσι που θέλει ξύλο» και επειδή είναι και αυτό μεγάλο, εμείς καλό μου παιδί θα τη λέμε απλά Ταφή!

Την Τάφη την αγαπούσανε πολύ οι γονείς της. Την αγαπούσε ο μπαμπάς της και σίγουρα την αγαπούσε και η μαμά της, αυτός άλλωστε ήτανε και ο λόγος που δεν την έδερναν αρκετά συχνά για τις ζαβολιές της. Ήταν ένα κακομαθημένο παιδί, μα η οικογένεια του Τεγκουμάϊ Μποποουλάϊ ήταν από τις πιό χαρούμενες στην πρωτόγονη γειτονιά με τις υπόλοιπες μονολιθικές οικογένειες!

Με το πέρασμα των χρόνων η Τάφη μεγάλωσε και από μωρό έγινε κοριτσάκι, που μπορούσε να σταθεί στα δυό του πόδια και να τρέχει δίχως σταματημό. Σύντομα άρχισε ν΄ ακολουθεί τον πατέρα της στους περιπάτους του έξω από τη σπηλιά και κάποιες φορές οι δυό τους γυρίζανε πίσω αργά το βράδυ, όταν αρχίζανε να πεινάνε... Η μαμά Τεσουμάϊ τότε τους έβαζε τις φωνές, ιδιαίτερα στον σύζυγό της, αφού ήτανε μεγαλύτερος από την κόρη τους...

Μαμά Τεσουμάϊ: Πάλι γυρίζατε έξω και γίνατε χάλια; Κοίτα βρωμιά! Τεγκουμάϊ δεν κάνεις καθόλου καλά. Μου φαίνεται πως έχεις τα μυαλά της κόρης σου! Όμως μέχρι εδώ, κακομοίρη μου, στήσε τ’ αυτιά σου και άκου καλά τι σου λέω, γιατί αλοίμονό σου!

Κάποια μέρα, ο μπαμπάς Τεγκουμάϊ πήρε την Τάφη, πήρε το καμάκι και το πρωτόγονο καπέλο του και κατηφορίσανε προς το βάλτο. Πίσω από τα λιγοστά λασπωμένα νερά και τα δύο τεράστια δέντρα, κυλάει το ποτάμι που το έλεγαν Βάγκαρ. Είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να πιάσει κάποιο ψάρι. Φυσικά εκείνη την εποχή τα καμάκια δεν μοιάζανε με τα σημερινά. Ο Τεγκουμάϊ είχε φτιάξει το δικό του από ξύλο -που έκοψε από το δέντρο- και στην άκρη είχε δέσει ένα δόντι προϊστορικού καρχαρία -που βρήκε μιά μέρα στην παραλία. Δεν ήτανε τίποτα σπουδαίο ή δυνατό αλλά, τι να περιμένεις από πρωτόγονο άνθρωπο, καλό μου παιδί; Με αυτό, λοιπόν, άρχιζε να καμακίζει. Πριν να χτυπήσει κάποιο ψάρι, το καμάκι του Τεγκουμάϊ έσπασε, καθώς χτύπησε πάνω σε μία μεγάλη πέτρα. Νόμιζε ότι ήταν κάποιο ψάρι που ξεκουραζότανε στον πάτο του ποταμού όμως...

Αυτό στενοχώρησε τον Τεγκουμάϊ, γιατί το σπίτι του ήταν πολύ μακριά και δεν είχε άλλο καμάκι μαζί του. Δεν είχε ξεχάσει βέβαια να έχει μαζί του –για ώρα ανάγκης- λίγο φαγητό. Καμάκι όμως δεν είχε άλλο.

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Κρίμα, κι’ εγώ νόμιζα ότι θα τρώγαμε ψάρι σήμερα. Αν καθίσω να φτιάξω το καμάκι μου, θα χάσω τουλάχιστον μισή μέρα, χμ, δύσκολη απόφαση μικρή μου Τάφη...

Τάφη: Μπαμπά θέλεις να τρέξω σπίτι και να σου φέρω το καμάκι από μαύρο ξύλο που είναι πιό δυνατό;

Ρώτησε η Τάφη.

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Όχι μικρή μου, ο δρόμος είναι κακοτράχαλος και δεν θ΄ αντέξεις πολύ. Χώρια που μπορεί να πέσεις στο βάλτο με τη λάσπη και τότε ποιός ακούει τη μαμά σου...

Τι να κάνω; Θα διορθώσω το καμάκι μου...

...απάντησε ο Τεγκουμάϊ και ρίχτηκε αμέσως στη δουλειά, πράγμα που δεν έκανε πολύ

συχνά. Πήρε ρετσίνι από το δέντρο, πετσί από το πρωτόγονο καπέλο του, σχοινί από τα

παπούτσια του και μία πέτρα για σφυρί. Όσο ο Τεγκουμάϊ επισκεύαζε το σπασμένο αδύναμο

καμάκι, η μικρή μας Τάφη, καλό μου παιδί, κάθησε παραπέρα και έπεσε σε περισυλλογή.

Ήθελε οπωσδήποτε να βοηθήσει τον αγαπημένο της πατέρα. Μετά από μερικές

προϊστορικές σκέψεις, η Τάφη πλησίασε τον Τεγκουμάϊ και του είπε:

Τάφη: Αγαπημένε μου μπαμπά, σκέφτηκα ότι είναι πολύ κρίμα που δεν ξέρουμε κάποια γράμματα. Αν ξέραμε λίγα γράμματα, θα μπορούσαμε να στέλναμε ένα γράμμα στην μαμά και να της ζητούσαμε να μας στείλει το καλό σου καμάκι. Αυτό είναι που λένε «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο;». Τι λες εσύ μπαμπά;

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Α, μικρή μου Τάφη, πόσες φορές σου έχω πει να μη μιλάς έτσι, αν σε ακούσουν οι πρωτόγονοι άνθρωποι θα έχουμε παρεξηγήσεις! Πάντως, βρίσκω ότι έχεις δίκιο. Θα ήτανε μεγάλη ευκολία να ξέραμε κάποια γράμματα, για να στείλουμε μήνυμα στη μαμά...

Την ώρα που έλεγε αυτά τα λόγια ο Τεγκουμάϊ, εμφανίστηκε πίσω από τα δέντρα της όχθης

του ποταμού ένας Άγνωστος Άνθρωπος!

Κι εκείνος ήτανε προϊστορικός, μόνο που καταγότανε από την φυλή Ταβάρ και φυσικά δεν

μίλαγε την ίδια γλώσσα. Ο Τεγκουμάϊ τον κοίταξε με την άκρη των ματιών του και

γρήγορα-γρήγορα επέστρεψε στην επισκευή του καμακιού. Η Τάφη πλησίασε τον Άγνωστο

Άνθρωπο -που είχε πολύ λιγότερες τρίχες από αυτή και τη φυλή της- και του έπιασε

κουβέντα.

Τάφη: Για πες μου, μήπως ξέρεις που είναι το σπίτι μου;

Ο Άγνωστος Άνθρωπος την πλησίασε και της χάιδεψε στοργικά το κεφάλι, είχε και αυτός

μία κόρη στην ηλικία της. Το μόνο όμως που της απάντησε, ήταν ένα πρωτόγονο αλλά

στοργικό -Ούμ.

Τάφη: Κρίμα, και είχα την ελπίδα ότι θα μας βοηθούσες...

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Τάφη, μην ενοχλείς τον κύριο.

Φώναξε ο Τεγκουμάϊ.

Τάφη: Δεν τον ενοχλώ καλέ πατέρα μου, απλά προσπαθώ να δω αν με καταλαβαίνει. Ίσως ήξερε πού είναι το σπίτι μας αλλά, μάταια... Δεν καταλαβαίνει τίποτα...

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Καλά, άσε με τότε να κάνω τη δουλειά μου.

Ξαναφώναξε ο μπαμπάς της Τάφη.

Ο Άγνωστος Άνθρωπος γεμάτος περιέργεια, πρόσεχε την Τάφη, που προσπαθούσε να τού

εξηγήσει τι έκανε ο πατέρας της και τι ακριβώς ήθελε από αυτόν. Ευτυχώς ήταν ένας πολύ

καλός πρωτόγονος Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ, και σκέφτηκε:

Άγνωστος Άνθρωπος: Σπουδαίο παιδί αυτό το κοριτσάκι. Σίγουρα είναι η κόρη εκείνου του εργατικού ανθρώπου. Είμαι σίγουρος ότι είναι ο Αρχηγός της φυλής, γιατί ούτε που γύρισε να με κοιτάξει.

Ο Άγνωστος Άνθρωπος χαμογέλασε ευγενικά και με πολύ σεβασμό. Τότε η Τάφη ξεθάρρεψε

για τα καλά και του μίλησε πάλι:

Τάφη: Θα σού κάνω μία ερώτηση και ελπίζω να καταλάβεις έστω και λίγο. Μήπως θα μπορούσες να πας μέχρι τη σπηλιά μας, να βρεις τη μαμά μου και να της πεις ότι ο μπαμπάς χρειάζεται το μαύρο δυνατό καμάκι του; Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις, γιατί τα πόδια σου είναι πολύ ψηλότερα και δυνατότερα από τα δικά μου.

Ο Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ σκέφτηκε:

Άγνωστος Άνθρωπος: Αλήθεια δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Το κοριτσάκι αυτό σίγουρα κάτι μού λέει, αλλά δεν καταλαβαίνω τι... Ίσως αυτός ο Αρχηγός, που μου γυρίζει την πλάτη, να θυμώσει μαζί μου που δεν καταλαβαίνω... Ας είμαι ευγενικός...

Πήγε στο κοντινό δέντρο, που το λέγανε Σημύδα, και έκοψε ένα κομμάτι από τον ωραίο

άσπρο φλοιό τού και το πρόσφερε στην Τάφη. Εκείνα τα χρόνια καλό μου παιδί,

αυτό ήταν ένδειξη ειρήνης και φιλίας μεταξύ των ανθρώπων. Εκείνη την εποχή άλλωστε,

είχανε μεγάλη εκτίμηση για τη φύση και τα δέντρα.

Η Τάφη, που στα μάτια του Άγνωστου Ανθρώπου έμοιαζε με την κόρη του Αρχηγού, δεν

κατάλαβε ούτε για ειρήνη ούτε για φιλία! Δεν τα ήξερε βλέπεις ακόμα αυτά τα συνθηματικά,

ήτανε μικρή. Κατάλαβε όμως με τον δικό της πρωτόγονο τρόπο τι ήθελε να της πει ο

ξένος και έτσι τού απάντησε:

Τάφη: Αχ καλέ μου Άγνωστε, μη μού ζητάς να σού γράψω τη διεύθυνσή μου γιατί δεν ξέρω γράμματα. Ξέρω όμως να ζωγραφίζω λίγο. Αν θες μπορώ να σου ζωγραφίσω τη διαδρομή για το σπίτι μου πάνω στο φλοιό τού δέντρου.

Η μικρή τότε, άπλωσε το χέρι της να πιάσει το μεγάλο γαμψό νύχι από προϊστορικό

λιοντάρι, που κρεμότανε στο λαιμό του Άγνωστου Ανθρώπου, ανάμεσα σε χρωματιστά

κοχύλια και σπόρους. Ο Άγνωστος, αν και δεν καταλάβαινε λέξη από όσα τού έλεγε η Τάφη,

έμεινε ακίνητος και άφησε την Τάφη να πάρει το νύχι. Εκείνη την ώρα σκέφτηκε:

Άγνωστος Άνθρωπος: Πραγματικά, τούτο το κοριτσάκι, η κόρη του Αρχηγού, είναι πολύ έξυπνο. Το νύχι του προϊστορικού λιονταριού είναι μαγεμένο και μού είχανε πει πως όποιος το ακουμπήσει θα γίνει αμέσως σκόνη! Τίποτε όμως δεν έγινε... Και ο αρχηγός δεν μού δίνει καμία σημασία παρά έχει γυρισμένη την πλάτη του και δουλεύει ακατάπαυστα! Πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβω τι μού λέει το κορίτσι...

Στο μεταξύ η Τάφη είχε ξαπλώσει μπρούμητα στην όχθη του ποταμού και με το νύχι

του προϊστορικού λιονταριού, άρχισε να σκαλίζει επάνω στο φλοιό.

Τάφη: Θα σού ζωγραφίσω όσο καλύτερα μπορώ τη σπηλιά μας. Πρώτα όμως θα σού φτιάξω τον μπαμπά μου, που διορθώνει το σπασμένο καμάκι. Μμμ! Δε φαίνεται να τού μοιάζει και πολύ, αλλά η μαμά μου θα καταλάβει. Να, σού ζωγραφίζω και το μαύρο καμάκι του μπαμπά που θέλω να μας φέρεις. Μμμ, κρίμα, ούτε αυτό έγινε πολύ καλό. Είναι μεγάλο το καμάκι και η φλούδα μικρή, πώς θα χωρέσουν όλα μέσα; Δεν πειράζει, η μαμά θα καταλάβει. Θα σού ζωγραφίσω και ΄μένα για να καταλάβει καλύτερα. Πριν τελειώσω όμως, θα ζωγραφίσω και ΄σένα. Μμμ! Δε σε ζωγράφισα καλά, και είσαι τόσο όμορφος. Δεν φαντάζομαι να παρεξηγηθείς; Σού υπόσχομαι την επόμενη φορά θα σε κάνω καλύτερο, όμορφο όπως είσαι!

Ο Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ παρακολουθούσε με πολύ προσοχή και

θαυμασμό την μικρή Τάφη που ζωγράφιζε, χωρίς φυσικά να καταλαβαίνει κουβέντα απ’ όσα

τού έλεγε. Σκέφτηκε λοιπόν:

Άγνωστος Άνθρωπος: Αν κατάλαβα καλά από τη ζωγραφιά, μάλλον θα γίνει κάποιος μεγάλος πόλεμος και τούτη η έξυπνη κόρη του Αρχηγού προσπαθεί να μού πει ότι χρειάζονται ενισχύσεις από τη φυλή τους!

Η Τάφη καμάρωνε με τη ζωγραφική της και το σχεδιάγραμμα τής διαδρομής!

Τάφη: Τέλειωσα με το σχέδιο. Έλα, είναι έτοιμο. Για να σού εξηγήσω, λοιπόν, πού είναι η διεύθυνση τού σπιτιού μας κοίτα εδώ. Να, προχωράς ίσια, ώσπου να φτάσεις στο λόφο, νάτος. Κατόπιν θα διαβείς ανάμεσα από τον βάλτο με τα λασπωμένα νερά και τούς κάστορες. Αυτοί εδώ είναι οι κάστορες, σού έκανα πολλούς! Αμέσως μετά θα συναντήσεις δύο τεράστια δέντρα. Ε, μετά το βάλτο και τα δέντρα είναι η σπηλιά μας! Να, σού ζωγράφισα και τη μαμά μου στην εξώπορτα τής σπηλιάς, θα την γνωρίσεις αμέσως, γιατί είναι πολύ όμορφη. Θυμίσου να της ζητήσεις το μαύρο καμάκι, τούτο εδώ. Κατάλαβες τι σού είπα ή θέλεις να σού τα ξαναπώ;

Ο Άγνωστος Άνθρωπος δεν κατάλαβε τίποτα, μόνο σκέφτηκε:

Άγνωστος Άνθρωπος: Εντάξει, τώρα είμαι σίγουρος, κινδυνεύουν για τα καλά! Πρέπει οπωσδήποτε να βρω τη φυλή τους και να τούς πω να έρθουνε για βοήθεια. Ίσως, μάλιστα, οι εχθροί τους να είναι κρυμμένοι εδώ κοντά, έτσι εξηγείται η αδιαφορία τού Αρχηγού, προετοιμάζει το όπλο του για τη μάχη! Φεύγω αμέσως!

Πήρε απότομα τη φλούδα από το χέρι τής Τάφη και έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ρωτήσει

τίποτε άλλο. Και τι να ρωτήσει, δηλαδή, αφού δεν καταλάβαινε... Τέλος πάντων, εκείνος

έφυγε τρέχοντας!

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Τι έλεγες τόση ώρα μαζί του;

Ρώτησε ο πατέρας Τεγκουμάϊ, που είχε φτιάξει εντελώς το καμάκι του!

Τάφη: Πολλά κουβέντιασα μαζί του και μάλιστα τον έστειλα να κάνει μιά δουλειά! Είμαι σίγουρη ότι θα ξαφνιαστείς με την έκπληξη που σού ετοιμάζω, περίμενε μόνο λίγη ώρα και θα δεις! Θα είναι μιά έκπληξη προϊστορική, στα σίγουρα!

Χωρίς δεύτερα λόγια, ο Τεγκουμάϊ και η Τάφη ριχτήκανε με τα μούτρα στο καμάκωμα των

ψαριών. Ο μπαμπάς χτυπούσε και η κόρη μάζευε από τα γύρω του τα ψάρια, που έβγαζε από

το ποτάμι. Λίγα, αλλά καλά! Ας δούμε όμως αγαπημένο μου παιδί τι έκανε όλη αυτή την

ώρα ο προϊστορικός Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ. Έτρεξε λοιπόν πολύ, τόσο

που η Τάφη δεν θα άντεχε, γι’ αυτό είμαι σίγουρος καλό μου παιδί. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα

μπορούσε και μετά από το βάλτο, τυχαία, έφτασε έξω από την προϊστορική γειτονιά τής

οικογένειας Τεγκουμάϊ Μποποουλάϊ. Στη δεύτερη σπηλιά, μετά τον βράχο καθόταν η

Τεσουμάϊ Τεβιντρού! Μα, φυσικά! Ήταν η μητέρα της Τάφη, που κουβέντιαζε μαζί με άλλες

πρωτόγονες κυρίες, τις φίλες της, σχετικά με σοβαρά ζητήματα. Μιά πρωτόγονη κυρία είχε

το λόγο και εξηγούσε στις υπόλοιπες την καινούρια πρωτόγονη-νεολιθική μόδα!

Ο Άγνωστος Άνθρωπος αναγνώρισε αμέσως την Τεσουμάϊ, όχι από τη ζωγραφιά που είχε

στον φλοιό, αλλά από την ομοιότητα που είχε με την Τάφη! Έμοιαζαν καταπληκτικά! Την

πλησίασε διακριτικά, ως γυναίκα του Μεγάλου Αρχηγού, και τής έδωσε τη φλούδα. Ήτανε

και κουρασμένος από το τρέξιμο, αλλά μπροστά στις κυρίες έδειχνε ευγένεια. Γι’ αυτό και

δεν ζήτησε να κάτσει, άλλωστε. Η Τεσουμάϊ μόλις είδε την εικόνα στο φλοιό έβαλε τις

φωνές. Το ίδιο έκαναν και οι πρωτόγονες φίλες της, εκείνες βέβαια δεν είχανε δει τον φλοιό,

αλλά φώναζαν επειδή φώναζε και η φίλη τους!

Έπειτα, όλες μαζί, αρχίσανε να χτυπάνε τον άμοιρο Άγνωστο Άνθρωπο, μέχρι που μία από αυτές ρώτησε:

Πρωτόγονη κυρία: Μα, κυρία Τεσουμάϊ, γιατί τον βαράμε;

Αγανακτισμένη η Τεσουμάϊ, η μαμά της Τάφη, απάντησε:

Μαμά Τεσουμάϊ: Ορίστε, είναι ολοφάνερο, αυτός ο Άγνωστος Άνθρωπος έδειρε την Τάφη μ’ ένα κοντάρι, καθώς και τον άντρα μου. Έχει και το θράσος να φέρει τη ζωγραφιά για να δω την κατάντια τους! Είμαι αξιολύπητη...

Περίεργες οι νεολιθικές κυρίες έσκυψαν να δουν από κοντά την εικόνα πάνω στην

όμορφη άσπρη φλούδα.

Μαμά Τεσουμάϊ: Δείτε, να ο Τεγκουμάϊ χτυπημένος. Να! Να, και το κοντάρι στην πλάτη του. Εδώ είναι η Τάφη κι εδώ πολλοί άλλοι άνθρωποι, -αυτοί φυσικά, ήταν οι κάστορες καλό μου παιδί, που είχε ζωγραφίσει η Τάφη, θυμάσαι;- Μα είναι πρωτοφανές, ανήκουστο, ανυπόφορο! Μιά τέτοια φοβερή βαρβαρότητα στην εποχή μας; Μα που ζούμε επιτέλους;

Πρωτόγονες κυρίες: Πραγματικά, πραγματικά!

...απάντησαν όλες μαζί οι νεολιθικές γειτόνισσες, φίλες και επισκέπτριες τής Τεσουμάϊ.

Συμπαραστεκόντουσαν όλες μαζί στο δράμα που ζούσε η καλή πρωτόγονη-

προϊστορική τους φίλη! Αρπάξανε τότε όλες μαζί τον Άγνωστο Άνθρωπο και αρχίσανε να τον

τραβούν, να τον χτυπούν, να τού πετάνε χώματα. Τον χτύπησαν τόσο πολύ που ο Άγνωστος

Άνθρωπος, αν και ευγενικός, άρχισε να ενοχλείται. Μετά οι κυρίες, καλέσανε τον αρχηγό τής

φυλής –τον πραγματικό αρχηγό-, που τον έλεγαν Μπανταλαμπογκούγκου, τον υπαρχηγό

Νέγκους, όλους τούς υπασπιστές, τούς ιερείς που τούς λέγανε Γιου-Γιου και όλοι μαζί

κάνανε συμβούλιο! Ήτανε λίγο πρωτόγονο το συμβούλιό τους, αλλά έπρεπε να βρεθεί

γρήγορα μία λύση. Στο τέλος, η απόφαση βγήκε ομόφωνα. Ο Άγνωστος Άνθρωπος έπρεπε

να τιμωρηθεί αυστηρά, αλλά πριν την τιμωρία, θα έπρεπε να τούς πάει στο σημείο που είχε

αφήσει χτυπημένους την Τάφη και τον προϊστορικό μπαμπά της.

Ο Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ, αν και παρακολουθούσε σιωπηλός όλη αυτή

την κατάσταση –δεν καταλάβαινε άλλωστε και λέξη απ’ όσα λέγανε οι άλλοι-, άρχισε να

χάνει την υπομονή του. Είχε καταλάβει από ώρα ότι οι προϊστορικές κυρίες δεν λέγανε

καλές κουβέντες γι’ αυτόν. Προσπάθησε να συγκρατήσει τα νεύρα του, παρέμεινε ήρεμος

και ευγενικός, κρατούσε ψηλά την αξιοπρέπειά του.

Το συμβούλιο με την Τεσουμάϊ τότε, τού ζήτησε να τούς πάει στο σημείο τού ποταμού

Βάγκαρ, εκεί που βρισκόντουσαν ακριβώς ο Τεγκουμάϊ και η Τάφη. Έτσι και έγινε. Ο

Άγνωστος Άνθρωπος, παρέα με όλο το χωριό τής Τάφη και χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς

τι γίνεται, βρώμικος και χτυπημένος, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, μα πάντα ευγενικός

και νηφάλιος, τούς οδήγησε στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε.

Τάφη: Αληθινά, γύρισες πολύ γρήγορα! Μα... Γιατί κουβάλησες όλους αυτούς μαζί σου; Μπαμπά, μπαμπά, τρέξε να δεις την έκπληξη που σού έλεγα!!!

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Ω! Μα, τί έκπληξη είναι αυτή; Γιατί έρχονται όλοι εδώ; Εγώ ήρθα να βρω μιά ερημιά για να ψαρέψω και τώρα... μού χαλάσανε το ψάρεμα! Γιατί κουβαλήθηκε εδώ όλη η ευγενική φυλή μας;

Φαντάσου την έκπληξη τού Τεγκουμάϊ, καλό μου παιδί, σαν είδε όλους αυτούς τούς

ανθρώπους να βαδίζουνε προς το μέρος του. Όλη η φυλή ήταν εδώ. Μπροστά βάδιζε η

Τεσουμάϊ Ντεβιντρού μ’ όλες τις φίλες της. Πίσω, ερχότανε ο αρχηγός

Μπανταλαμπογκούγκου με τους υπασπιστές του, μετά ο υπαρχηγός, οι χιλίαρχοι και οι

Χάνγκα, οι ιερείς Γιου-Γιου με τα όπλα τους. Μετά, ακολουθούσε η φυλή ιεραρχικώς.

Πρώτα βάδιζαν αυτοί που είχαν 4 προϊστορικά-πρωτόγονα παιδιά, μετά ακολουθούσαν

αυτοί που είχαν 3 προϊστορικά-πρωτόγονα παιδιά, μετά ερχόντουσαν αυτοί που είχαν

λιγότερα παιδιά αλλά έναν τάρανδο, μετά αυτοί που είχαν έναν τάρανδο και μία γάτα.

Πρέπει να ξέρεις όμως καλό μου παιδί, ότι εκείνα τα χρόνια οι γάτες ήτανε πολύ μεγαλύτερες

από αυτές που ξέρουμε τώρα. Στο τέλος ακολουθούσαν όλα τα πρωτόγονα παιδάκια τής

φυλής αδιαφορώντας για τούς μεγαλύτερους, φωνάζοντας και παίζοντας με ό,τι έβρισκαν στο

διάβα τους, όπως θα έκανε άλλωστε κάθε σωστό παιδί!

Επικρατούσε σύγχιση. Όλοι φώναζαν ώσπου ο Τεγκουμάϊ, για να τους ησυχάσει,

αναγκάστηκε να τους εκφωνήσει ένα νεολιθικό λόγο!

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Ευγενικέ αρχηγέ και καλοί μου φίλοι, αγαπητή μου γυναίκα και σεις καλά παιδάκια, τι σάς ήρθε και κουβαληθήκατε όλοι εδώ; Πρέπει να έχετε πολύ σοβαρό λόγο για να χαλάτε το ψάρεμά μου και ακόμα πιο σοβαρό να μού πείτε γιατί είναι έτσι βρώμικος και χτυπημένος ο Άγνωστος Άνθρωπος;

Η Τάφη έτρεξε στην αγκαλιά τής μαμάς της...

Τάφη: Μαμά μου, πού είναι το μαύρο καμάκι τού μπαμπά; Ποιοί χτυπήσανε τον όμορφο και ευγενικό φίλο μου;

Τότε η Τεσουμάϊ, παρατηρώντας ότι ο άντρας της και η κόρης είναι μία χαρά ρώτησε τον

Τεγκουμάϊ:

Μαμά Τεσουμάϊ: Ποιοί ήταν αυτοί που σε χτύπησαν αγαπημένε μου;

Ο Τεγκουμάϊ απάντησε:

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Μα τι λες; Δε βλέπεις που είμαι ή μάλλον, ήμουνα μόνος;

Ο-λο-μό-να-χος! Δεν ξέρω τι μού λέτε. Δεν θα είστε καλά άνθρωποι τής φυλής μου.

Αυτή ήτανε μιά εξαιρετική ευκαιρία για να μιλήσει ο αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου, ο αληθινός αρχηγός τής φυλής. Αφού έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και αφού πήρε την ανάλογη στάση, είπε:

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Τούτος ο άνθρωπος, τούτος ο άνθρωπος λέω που είναι και Άγνωστος Άνθρωπος, μας έδειξε μιά ζωγραφιά με ΄σένα χτυπημένο, όπως και την Τάφη. Πού είναι ο εχθρός;

Τότε η Τάφη, καταλαβαίνοντας τί έχει γίνει, τραβήχτηκε από την αγκαλιά τής μητέρας της

και βγήκε μπροστά:

Τάφη: Ω, όχι όχι! Αυτή την εικόνα την έφτιαξα εγώ!

-Εσύ; Εσύ την έφτιαξες κακομαθημένο παιδί;

Φώναξε όλη η φυλή με μιά φωνή!

-Να εξηγήσεις! Να εξηγήσεις!

Ξαναφώναξε όλη η φυλή με μιά φωνή!

Τάφη: Να, ξέρετε, ήθελα να ζητήσω από τη μαμά να στείλει το μαύρο δυνατό καμάκι στον μπαμπά, γιατί το άσπρο έσπασε... Ζωγράφισα, λοιπόν, πάνω στη φλούδα τη διαδρομή... Τη σπηλιά, τη μαμά, εμένα και τον μπαμπά... Φαίνεται όμως πως δεν τα έκανα πολύ καλά. Τί θέλετε όμως να κάνω; Μήπως πήγα στη Σχολή Καλών Πρωτόγονων Τεχνών; Ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα έκανα και εσείς φερθήκατε τόσο άσχημα στο φίλο μας... Είμαι σίγουρη ότι θα μάς κακοχαρακτηρίσει και ίσως μάς δυσφημίσει σε όλο τον κόσμο για τα αφιλόξενα αισθήματα που δείξατε στον επισκέπτη μας...

Όλοι σώπασαν για λίγο, ακόμα και τα παιδάκια... Τα λόγια τής Τάφη έπιασαν τόπο. Στο

τέλος γέλασε λίγο ο αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου, μετά γέλασε λίγο και ο υπαρχηγός.

Δειλά-δειλά γέλασαν και οι Γιου-Γιου και τελικά, γέλασε και ο Άγνωστος Άνθρωπος! Έ,

μετά απ΄ αυτό, όλη η φυλή ξέσπασε στα γέλια! Μόνο οι πρωτόγονες μονολιθικές κυρίες δε

γέλασαν, είχαν κουραστεί από το περπάτημα και δεν έβρισκαν την ταλαιπωρία καθόλου

διασκεδαστική! Ο αρχηγός ξαναπήρε την γνωστή στάση που έπαιρνε σαν ήθελε να βγάλει

λόγο. Όλοι γυρίσανε και τον κοιτάξανε κι εκείνος, αφού καθάρισε τον λαιμό του, είπε με

ύφος πολύ σοβαρό και αρχηγικό:

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Τάφη, Τάφη, λέω. Είσαι στα σίγουρα ένα κακομαθημένο παιδί και είμαι σίγουρος που σού χρειάζεται ένα χεράκι ξύλο. Όμως Τάφη, Τάφη λέω, αυτή τη φορά έκανες μιά σπουδαία εφεύρεση...

Τάφη: Σας ορκίζομαι, δεν το ήθελα. Εγώ ζητούσα μονάχα το καλό μαύρο καμάκι του μπαμπά μου...

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Χα, χα, χα…

Γέλασε ο Αρχηγός με μεγαλοπρέπεια. αλλά καλόκαρδα.

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Εντάξει, μικρή μου Τάφη. Εντάξει, λέω. Δεν πειράζει αυτή τη φορά και πρέπει να ξέρεις πως τούτη την εφεύρεση μιά μέρα οι άνθρωποι θα την πούνε... χμ... για να σκεφτώ... Α, ναι, μιά μέρα οι άνθρωποι θα την ονομάσουν, οι άνθρωποι θα την ονομάσουν λέω, γράψιμο!

Και συνέχισε ο σοφός πρωτόγονος αρχηγός:

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Σε λίγα χρόνια δεν θα είναι εύκολο να τις διαβάσουμε, γι’ αυτό και θα γράφουμε με γράμματα. Με αυτά θα γράφουμε, χωρίς να γίνονται λάθη και παρεξηγήσεις. Μπράβο Τάφη, έκανες την αρχή μιάς σπουδαίας εποχής! Και τώρα κυρίες μου, σας παρακαλώ καθαρίστε τον ευγενικό Άγνωστο Άνθρωπο από τα χώματα και προσφέρετε του νερό...

Η Τάφη ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει καλά καλά τι εννοούσε ο αρχηγός –ο

πραγματικός αρχηγός- και έτσι τού είπε:

Τάφη: Δεν μπορώ να καταλάβω τί μού λες. Εκείνο που θέλω να μάθω είναι γιατί δε φέρατε το καμάκι τού μπαμπά μου;

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Την άλλη φορά Τάφη, την άλλη φορά λέω, αν θέλεις το καμάκι σου...

...είπε ο αρχηγός...

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: ...να μάς στέλνεις αγγελιαφόρο που να μιλά την ίδια γλώσσα με ΄μάς για να συνεννοούμαστε. Αλλιώς θα πρέπει να περιμένεις μέχρι να μάθουμε γράμματα! Αυτή τη φορά ήμασταν όλοι τυχεροί που ο ευγενικός Άγνωστος Άνθρωπος δε θύμωσε μαζί μας, όμως την επόμενη φορά...

Και έτσι καλό μου παιδί, πήραν όλοι μαζί το δρόμο τού γυρισμού και ο Άγνωστος Ταβάρ

έφυγε για τη φυλή του στην άλλη μεριά του ποταμού. Όμως από εκείνη την ημέρα κάτι

άλλαξε και τα παιδάκια προσπαθούσανε να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν! Τα

γράμματα έγιναν βλέπεις καλό μου παιδί, προϊστορική μόδα στο χωριό τής οικογένειας

Τεγκουμάϊ Μποποουλάϊ και τελικά, ακόμα και στις μέρες μας, είναι πάντα τής μόδας αυτοί

που γνωρίζουν καλά γραφή και ανάγνωση, περίπου σαν την Τάφη!!!

ΤΕΛΟΣ

*-*-*


[i] Οι ιστορίες της ζούγκλας του Ρ. Κίπλινγκ, έχουν προσαρμοστεί από τον Β.Α. Λαμπρόπουλο, και πρόκειται να εκδοθούν. Το σχέδιο του παρόντος θέματος είναι από την πρώτη έκδοση του βιβλίου στην αγγλική.