8.8.06

Διήγημα

Β.Α. Λαμπρόπουλος

Ινσαλά

Κοιταχτήκανε στη μέση της ερήμου. Κάτω από το τουρμπάνι τα κατάμαυρα μάτια τους έδειχναν περίεργα, διαβολικά, εχθρικά, ίσως απορημένα, ποιός άραγε κρυβότανε κάτω από το χρωματιστό πανί; Ποιός; φίλος, ή εχθρός,

Εδώ στην καυτή έρημο, μ΄ έναν ήλιο λαμπερό και μιάν άμμο καυτή σαν τη λάβα ηφαιστείου.

- Με λένε Καμίρ, είπε χαμηλόφωνα ο ένας.

- Και μένα Αμπντάλα, απάντησε ο άλλος.

- Πάω στην πόλη για αγορές.

- Κι εγώ, να πουλήσω πραμάτεια…

Έπειτα σιωπή, κοιταχτήκανε πάλι, ο ένας απέναντι απ΄ τον άλλον και δεν τολμούσανε να διασταυρωθούν. Ο φόβος φώλιαζε στη ματιά τους. Ένας φόβος που δεν είχε καμιά σχέση με το φόβο της ερήμου, Όταν μοναχοί ταξιδεύανε μέρες και μέρες. Στη μοναχική πορεία μέσα στην έρημο ο ήλιος και η άμμος ήταν οι φυσικοί εχθροί τους, που τους αντιμετώπιζαν με παλικαριά. Αλλά τον άνθρωπο; Την πονηριά και την κακία του πώς μπορείς να την αντιμετωπίσεις, σκεφτόντουσαν και οι δυό! Εδώ τώρα είχε ο ένας απέναντι απ΄ τον άλλον άνθρωπο. Έναν άνθρωπο, φίλο ή εχθρό, δεν το γνωρίζανε. Δεν αποφασίζανε, λοιπόν, να φύγουνε, να συνεχίσουνε το ταξίδι τους και να γυρίσουνε την πλάτη ο ένας στον άλλον! Κοιταχτήκανε περίεργα. Μέσα απ΄ τη ματιά τους η ίδια απορία.

Φίλος ή εχθρός;

Ένα ερώτημα βασανιστικό, λίγων λεπτών, αλλά που κράτησε αιώνια, καταμεσής της ερήμου, κάτω από τον καυτό ήλιο και την άμμο, που έκαιγε σαν τηγάνι με καυτό λάδι. Έκαιγε πιότερο τώρα που η καρδιά τους χτύπαγε γιομάτη αγωνία.

- Τι θα γίνει, σκεφτόντουσαν.

Ο Καμίρ έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι και έριξε δυό σταγόνες στο ξεραμένο στόμα του. Ήρθε η μυρωδιά γιασεμιού, στη μύτη του Αμπντάλα.

- Θέλεις, ρώτησε ο Καμίρ.

Αμίλητος ο Αμπντάλα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μπουκαλάκι με το αρωματισμένο υγρό, για να βρέξει κι εκείνος τα ξερά από το λιοπύρι χείλη του.

- Ευχαριστώ, είπε κι έδωσε πίσω το μπουκαλάκι, ενώ ταυτόχρονα σγάρλισε με τις φτέρνες του την κοιλιά της καμήλας του, για να φύγει. Το αποφάσισε, θα γύριζε την πλάτη στον άγνωστο οδοιπόρο, που φέρθηκε φιλικά.

- Γειά σου, είπε ο Καμίρ και καθώς απομακρυνότανε φώναξε «Ινσαλά, αδερφέ. Ινσαλά».

- Ινσαλά, ανταπάντησε ο Αμπντάλα, καθώς απομακρυνόντουσαν ο ένας απ΄ τον άλλον.

Ινσαλά, «έχει ο θεός». Και ο θεός ήξερε πως δεν είχε έρθει η ώρα τους. Η μοίρα ήταν φιλική μαζί τους και τους έδινε μέρες.

Ινσαλά…