20.6.06

Ερανίσματα από τον Κωστή Παλαμά

Επιμέλεια: Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σκίτσο του Κωστή Παλαμά από τον ποιητή Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Ο Κωστής Παλαμάς δέσποζε επί πενήντα χρόνια στο λογοτεχνικό ελληνικό στερέωμα. Το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, όταν έλεγες «ο Ποιητής» πάντα αναφερόσουν στον Κωστή Παλαμά. Όλοι τον αναγνωρίζανε, ακόμη κι αυτοί που τον πολέμησαν ή τον ζήλευαν. Στο τέλος αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την ποιητική και λογοτεχνική γενικά, υπεροχή του μεγάλου Έλληνα ποιητή, του μεσολογγίτη ποιητή, όπου οι Παλαμάδες ήταν από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της ιερής πόλης επί τριακόσια περίπου χρόνια.

Η ποίησή του αγκαλιάζει όλα τα είδη της και αναφέρεται επίσης σ΄ όλες της πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ήταν οραματιστής, πρωτοπόρος της μεγάλης ιδέας, ερωτικός, φυσιολάτρης, κοινωνιστής, ηρωικός…Από το σπίτι του πέρασαν όλοι οι λογοτέχνες της εποχής του, όλοι οι νεώτεροι, που ζητούσαν «πιστοποιητικό» για να μπουν στο λογοτεχνικό κύκλωμα. Κι όταν είχαν την σφραγίδα του Παλαμά, ήταν βέβαιο ότι θα πετύχαιναν. Κι έτσι ήταν.

Στο παρόν σημείωμα παραθέτουμε δύο δείγματα από χειρόγραφα του Ποιητή και ορισμένα ποιήματά του, για να θυμηθούμε τον Κωστή Παλαμά και τη μεγαλόπνοη ποίησή του, που πάντα μας εμπνέει:

Ο Τάφος

Άφκιαστο κι αστόλιστο του Χάρου δε σε δίνω.

Στάσου με τ' ανθόνερο την όψη σου να πλύνω.

Το χρυσό το χτένισμα με τα χρυσά τα χτένια,

πάρτε απ΄τη μανούλα σας μαλλάκια μεταξένια.

Μήπως και του Χάροντα καθώς θα σε κυττάξει,

του φανείς αχάιδευτο και σε παραπετάξει!

Στο ταξίδι που σε πάει ο μαύρος καβαλάρης,

κύτταξε απ' το χέρι του, τίποτε να μην πάρεις.

Κι αν διψάσεις μην το πιείς από τον κάτου κόσμο

το νερό της αρνησιάς, φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιείς κι ολότελα κι αιώνια μας ξεχάσεις...

βάλε τα σημάδια σου το δρόμο να μη χάσεις,

κι όπως είσαι ανάλαφρο, μικρό σα χελιδόνι,

κι άρματα δε σου βροντάν παλικαριού στη ζώνη,

κύτταξε και γέλασε της νύχτας το σουλτάνο,

γλίστρησε σιγά - κρυφά και πέταξ' εδώ πάνω,

και στο σπίτι τ' άραχνο γυρνώντας, ω ακριβέ μας,

γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας!

Ω! Πόλη!

Ω! Πόλη! Εσύ του πράσινου διθάλασσο όραμα,

Πατρίδα της Πατρίδας μου, οι Σουλτάνοι

Σε ντρόπιασαν, εμάρανέ σε ο Ξεπεσμός.

Όμως ο Αθάνατος Αϊτός δε σε ξεχνάει.

Από Βοριά, από Δύση κι απ' Ανατολή,

Αράδα αράδα δοξαστής ρηγάδων τροπαιοφόρων,

Γυρνάει τις νύχτες προς εσέ να στάξει δάκρυα πύρινα.

Απάνου απ' τους τάφους των Αυτοκρατόρων.

Η Ασάλευτη Ζωή

Και τ' άγαλμ' αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω

στην πέτρα τη δική μου απάνω,

και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,

και να περάσω, δίχως να πεθάνω.

Και τόπλασα. Κ' οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες

στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,

θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,

κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.

Και τ' άγαλμα στα σκύβαλα, κ' εμέ στην εξορία.

Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου`

και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία`

έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.

Και του ψιθύρισα: " Άφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε

με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,

όσο που νάρθ' η ώρα σου` αθάνατ' άνθος είσαι,

ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!"

Και μ' ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,

μίλησ' ο λάκκος: "Ναός κανείς, βάθρο ούτε` φως του κάκου.

Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!

Κάλλιο για πάντα να χαθή μεσ' στ' άψαχτα ενός λάκκου. Ποτέ μην έρθ' η ώρα του! Κι αν έρθη, κι αν προβάλη,

μεστός θα λάμπει και ο ναός από λαό αγαλμάτων,

τ' αγάλματ' αψεγάδιαστα, κ' οι πλάστες τρισμεγάλοι`

γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!

Το σήμερα είτανε νωρίς, τ' αύριο αργά θα είναι,

δε θα σου στρέξη τ' όνειρο, δε θάρθ' η αυγή που θέλεις,

με τον καημό τ' αθάνατου που δεν το φτάνεις, μείνε,

κυνηγητής του σύγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.

Τα τωρινά και τ' αυριανά, βρόχοι και πέλαγα` όλα

σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης`

μακρότερη απ' την δόξα σου και μιά του κήπου βιόλα`

και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!"

Κ' εγώ αποκρίθηκα: "Ας περάσω κι ας πεθάνω!

Πλάστης κ' εγώ μ' όλο το νου και μ' όλη την καρδιά μου`

λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου` από τ' αθάνατα όλα

μπορεί ν' αξίζη πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου".

Ίαμβοι και Ανάπαιστοι

Νερόν ήθελα νάπινα

στης Άρνας τα λαγγάδια,

της αρνησιάς να μ' έζωναν

τα τρίσβαθα σκοτάδια.

Τάχα θάβλεπ' αγνώριστα

κι αδιάφορα μπροστά μου

όλα τ' αγαπημένα μου

κι όλα τα χιλάκριβά μου;

Ή τάχα νόμος άγιος,

δίχως εγώ να νοιώθω,

πάλι σ' αυτά θα μ' έφερνε

μ' έναν δεύτερο πόθο; Καβάλλα πάει ο Χάροντας

το Διγενή στον Άδη,

κι άλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται

τ' ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του

δεμένους τα καπούλια,

της λεβεντιάς τον άνεμο,

της ομορφιάς την πούλια.

Και σα να μην τον πάτησε

του Χάρου το ποδάρι,

ο Ακρίτας μόνο ατάραχα

κοιτάει τον καβαλλάρη!

- Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,

δεν περνώ με τα χρόνια.

Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες

στα μαρμαρένια αλώνια;

Ειμ' εγώ η ακατάλυτη

ψυχή των Σαλαμίνων.

Στην Εφτάλοφην έφερα

το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα,

μονάχα ξαποσταίνω.

Στη ζωή ξαναφαίνομαι

και λαούς ανασταίνω!- Στου σοφού το παράθυρο

που σκύβει νύχτα μέρα

στης μελέτης τ' απόκρυφα,

η Φύσις η μητέρα

έστρωσε μοσχομύριστη

δροσερεμένη στράτα

από κρίν' απριλιάτικα

και ρόδα βελουδάτα.

Τ' αταίριαστα και τ' άμοιαστα,

αδέρφια είναι τα δύο`

το λουλούδι τ' ολόχαρο,

το θλιβερό βιβλίο. Δίδυμα τέκνα γέννησαν

ο Φοίβος κ' η Αρμονία

εσάς, Πολύμνια ψάλτρια,

φιλόσοφε Ουρανία!

Η πρώτη τον αμάραντον

ανθό παντού τρυγάει,

μιά πεταλούδαν άπιαστην

η άλλη κυνηγάει.

Αλλά τόσο ταιριάζουνε

κι αντάμα οι δυό και χώρια,

που τη μία παίρνουν κάποτε

για την άλλη πανώρια.

Με πελέκι αστραπόμορφον

η αλύπητη Επιστήμη

χτυπάει και σπάει το Είδωλο

και το ρίχνει συντρίμμι.

Κ' ύστερα γίνετ' είδωλον

εκείνη μεσ' στην πλάση

ξαναγεννώντας άθελα

ό,τι ήρθε να χαλάση.

Κ' έτσι αλυσίδες γύρω μας

παντού, σκοτάδια θεία.

Κάθε Αιτία, μυστήριο`

κάθε Αλήθεια, θρησκεία. Ξένε σοφέ, πώς ήθελα

το φθαρτό μου τραγούδι

να σμίξω με του λόγου σου

το αθάνατο λουλούδι.

"- Μάθε πως τα συστήματα

των φιλοσόφων, κάθε

νου τρανού φεγγοβόλημα

κάθ' επιστήμη, μάθε

πως δεν αξίζουν τίποτε

τα πάντα απ' άκρη σ' άκρη,

όσο αξίζει ένα φίλημα,

όσο αξίζει ένα δάκρυ!".

Η μαύρη Λάμια που έκλεισε

στην καρδιά της τον Άδη,

να κατέβω με πρόσταξε

μεσ' στο ξερό πηγάδι,

νάβρω το δαχτυλίδι της

που μέσα εκεί έχει πέσει

μ' ένα διαμάντι λιόκαλο

καρφωμένο στη μέση.

Ψάχνω, δε βρίσκω τίποτε...

Ώ νύχτα, ω τέρας πλάνο!

Στα πόδια μου μιάν άβυσσο,

και μιά Λάμια αποπάνω. Ήλιε, εσύ, πηγή αστείρευτη

κάθε ζωής, εικόνα

του ωραίου υπερτέλεια

και του Απείρου κορώνα.

Πριν αρχίσουν το διάβα τους

των θεών οι λεγεώνες,

πρώτο θεό σε αγνάντεψαν

και μοναχόν οι αιώνες.

Και πάλι θεός ύστατος

σα νεκρική λαμπάδα

του τελευταίου θρησκεύματος

θα φέξης την κρυάδα Η γη μας γη των άφθαρτων

αερικών και ειδώλων,

πασίχαρος και υπέρτατος

θεός μας είναι ο Απόλλων.

Στα εντάφια λευκά σάβανα

γυρτός ο Εσταυρωμένος

είν' ολόμορφος Άδωνις

ροδοπεριχυμένος.

Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας

αθέλητα κρυμμένη`

ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,

όχι` ο Παν δεν πεθαίνει!


Από πάνω από τα δέντρα

Από πάνω από τα δέντρα το φεγγάρι

Αργοϋψώνεται και λάμπει, θεϊκή χάρη.

Από σας απάνω, μαύρα σκιάχτρα, ω πόνοι,

Μιαν ελπίδα έτσι το φως της αργοϋψώνει.

Νύχτα μου έιν' η γνώμη, πίκρα και η καρδιά μου.

Μα σου φέγγει το φεγγάρι, κάμαρά μου,

Σε γιομίζει, και αναβρύζει, συντριβάνι

Δακρυοστάλαχτων αχτίδων, και σε κάνει

Και του μοιάζεις, και σε κάνει, κάμαρά μου,

Μυστικό ιερό κρεββάτι κάποιου γάμου.

[Τα Παθητικά Κρυφομιλήματα , 1920]

Τα Φτερά

Toutes blanches et toutes d ' or…

CHARLES VAN LERBERGHE

Ολόλευκα, ολόχρυσα,

Τα φτερά των αγγέλων μου φαντάζουν.

Όμως ο έρωτας έχει φτερά που αλλάζουν.

Τα μαλακά φτερά του αράδα - αράδα

Τριανταφυλλένια, βυσσινιά,

Κοκκινισμένα σαν τη θάλασσα, την ώρα

Που τη λιγώνουν του ήλιου τα φιλιά.

Τα ωραία φτερούγια των αγγέλων μου

Σαλεύουν πάντα αργά,

Και ανοίγουν, και είν' ακόμα σαν κλειστά.

Αλλά τα λιγερά φτερούγια του Έρωτα

Ποτέ δεν ησυχάζουν... Δεν αναπαύονται...καρδούλες μοιάζουν.

[Ξανατονισμένη μουσική , 1890]

Ηδονισμός

Από τραγούδια έν' άυλο κομπολόι

Σ' εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.

Με τα τραγούδια εγώ θα σε λιγώσω

Και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω

Να φάω το κορμί σου που με τρώει.

Του λαγκαδιού σου την δροσάτη χλόη

Με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα

Που κοιμίζει θ θα φέρω στάλα στάλα,

Μ' όλο μου το κορμί να σε ποτίσω

Και στα πόδια σου τα' ασπροσκαλισμένα,

Δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,

Στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

[ Βραδυνή Φωτιά Β΄]

[ 69 ]

Της καρδιάς μου το σκόρπισμα γυρεύει

Το μάζεμα του απόκοσμου σπιτιού σου…

Κάτω απ' το φως το πράο του λυχναριού σου το

Μπάλσαμο της χάρης σου γιατρεύει

Είτε κ' η αγάπη σε γλυκοχαϊδεύει,

Και είτε χτυπιέται από την έγνοια ο νους σου,

Το άγαλμα του αψεγάδιαστου κορμιού σου

Στο βάθρο του ορθοστύλωτο μαγεύει.

Τρύπια φελούκα μισοβουλιασμένη

Παραδέρνω σε ανώφελον αγώνα…

Λιμιώνα, απαλά κάπου ακούμπησέ με…

Μυστικολάτρα ορμή μ' εσέ με δένει,

Της ζωής μου, καλόβολη Μαντόνα,

Τα κρίματα σού τα ξομολογιέμαι.

[Τα Δεκατετράστιχα , 1919]

[ 126 ]

Θεέ μου! Θεέ μου! Μα τίποτε δεν έχω

μέσα μου που με μια καρδιά να μοιάζει!

Πότε στραβός με πάει το πείσμα, τρέχω,

πότε βουβός, με δένει ένα μαράζι.

Από βουλή, από γνώμη δεν κατέχω.

Ψευτοζώ με το τώρα, δε με νοιάζει

για το χτες. Και για το αύριο; Δεν προσέχω.

Η αρνησιά με γυμνώνει, με λεκκιάζει

το ψέμα...Είμαι σαν ένα θηλυκό

που όλο σε αργό καθρέφτισμα ξεχνιέται,

είμαι αυτός που το μαύρο του εαυτό

βλέπει όλο αγνάντια του...Είμαι το κακό

που με την ίδια του ασκημιά χτυπιέται

στη νύχτα που όλο πιο πολύ σκορπιέται...

[Τα Δεκατετράστιχα , 1919]

Όταν ήμουνα Βασιλιάς...

PIERRE BAUDRY

Στην χώρα την ονειρευτή που ζούσα βασιλιάς,

Σ' αγνάντεψα βασίλισσα μπροστά μου να περνάς.

Μα πριν προφτάσω ίσα μ' εσέ να φτάσω, αλλοίμονό μου !

Σε χάσανε τα μάτια μου στο γύρισμα του δρόμου.

Και τότε των προγόνω μου πετώντας την πορφύρα,

Δάση, βουνά, ζητώντας σε, και κάθε στράτα πήρα,

Και ιερωμένους ρώτησα και μαντολόγων πλήθη.

΄μερόνυχτα όλο σ' έκραζα. Κανείς δε μ' αποκρίθη.

Για να μπορέσω πιο καλά να ψάξω απάνου, χάμου,

Γη κι ουρανό, την άφησα και την κληρονομιά μου,

Και τράβηξα προσκυνητής μακριά μακριά στα ξένα.

Και τώρα εγώ που, αφορισμένος, λείψανο, ρημάδι,

Του Χάρου διάτα καρτερώ να κατεβώ στον Άδη,

Σε ξαναβρίσκω. Πιο όμορφη σε ξαναβρίσκω, οϊμένα !

[Ξανατονισμένη μουσική , 1890]

Ύστερ' από τη ζωή

Σαν πεθάνω, σαν το κερί θα σβήσω,

Θα πάω με τα στοιχεία, μηδέν, αχνός ;

Σαν πεθάνω, σαν το κερί θα σβήσω; Κανένας ουρανός,

Κανένας ουρανός δε θα με πάρει ;

Άδης κανείς δε θα με καταπιεί ;

Κανένας ουρανός δε θα με πάρει ; Του πόνου μου η πηγή

Θα χαθεί ; Δε θα γίνει γαλαξίας ;

Δε θα σύρει των άστρων το χορό ;

Θα χαθεί ; Δε θα γίνει γαλαξίας ; Ολάσπρο ή πορφυρό

Το άστρο της ανυπόταχτης αγάπης

Τη βαθιά μου ανυπόταχτη ψυχή,

Το άστρο της ανυπόταχτης αγάπης, Πως ! Δε θα τη δεχτεί ;