21.8.06

Διήγημα

H κυρία Σοφία…

Γαβ, γαβ, γαβ…ένα σκυλάκι, τοσοδούλη μικρό, στεκότανε στην άκρη του πεζοδρομίου, εκείνο το σούρουπο, την ώρα που περνούσε με το αυτοκίνητό της η κυρία Σοφία. Η κυρία ήταν γνωστή ζωόφιλη. Να φανταστείτε ότι είχε στο σπίτι της δύο σκυλιά, τρεις γάτες κι ένα καναρίνι. Τα φρόντιζε με περισσή προσοχή και τους είχε όλα τα απαραίτητα σε τροφές, παιχνίδια και ιατρική περίθαλψη. Βέβαια, κάθε τόσο η κυρία Σοφία έτρεχε τα αγαπημένα της ζώα στον κτηνίατρο. Συχνότερα πήγαινε τα ζώα της στον κτηνίατρο απ΄ ότι πήγαινε η ίδια στους γιατρούς όταν είχε πόνους ή έπρεπε να επισκεφτεί τον οδοντίατρο. Το εαυτό της τον αμελούσε. Τα ζώα της όμως, ποτέ!

Γαβ…γαβ…γάβγισε πάλι το σκυλάκι στην άκρη του πεζοδρομίου και η κυρία Σοφία φρενάρισε απότομα το αυτοκίνητό της, που λίγο έλειψε να πέσει πάνω της ο οδηγός που την ακολουθούσε.

- Δεν προσέχεις κυρά μου, φώναξε ο τρομαγμένος οδηγός, που άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου και έβγαλε το κεφάλι του έξω για να μαλώσει την κυρία Σοφία.

Εκείνη τον αγνόησε γιατί είχε το μυαλό της στο εγκαταλειμμένο σκυλάκι που τη φώναζε, γαβ…γαβ…άκουγε την ξεψυχισμένη φωνούλα του, που της φάνηκε ότι την καλούσε σε βοήθεια.

Ο οδηγός την προσπέρασε μουρμουρίζοντας…

- Τι περιμένεις, γυναίκες οδηγοί, πφφφ…

Η κυρία Σοφία παρκάρισε στην άκρη του πεζοδρομίου και έτρεξε στο σκυλάκι. Το έπιασε στοργικά, το χάιδεψε τρυφερά και τόσφιξε στην αγκαλιά της. Κι εκείνο, το μικρό μελί σκυλάκι της ανταπόδωσε το χάδι με την γλώσσα του. Έβγαλε την γλώσσα του και της έγλειψε το χέρι, έπειτα της έγλειψε το μάγουλο και το πηγούνι. Η Σοφία δεν αντέδρασε, δέχτηκε χαρούμενη τα χάδια του σκύλου. Ήταν πανευτυχής που το σκυλί την αγάπησε αμέσως, αλλά κι εκείνη το αγάπησε αυτό το χαριτωμένο, μοναχικό σκυλάκι, εκεί στην άκρη του δρόμου, ένα σούρουπο του Σεπτέμβρη.

Το πήρε στο αυτοκίνητο, άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ κι έβγαλε σκυλοτροφή. Την έβαλε σ΄ ένα μικρό πιάτο και το απίθωσε στο πεζοδρόμιο. Το σκυλάκι φαίνεται ότι ήταν πεινασμένο, γιατί έπεσε αμέσως με τα μούτρα στην τροφή και την έκανε να, μέσα σε λίγα λεπτά. Η Σοφία χάζευε το ζώο όσο έτρωγε και ήταν καταχαρούμενη. Όλη αυτήν την ώρα σκεφτότανε τι θα έκανε το σκυλάκι και πώς να το βάφτιζε. Οι σκέψεις τη βασάνιζαν.

- Να το πω…α κάτσε να δω τι είναι, αρσενικό ή θηλυκό…Κοίταξε το σκύλο και γνωμάτευσε «είναι θηλυκό». «Θα το ονομάσω Ίρμα. Είναι καλό σκυλίσιο όνομα. Ίρμα, λοιπόν…Το βρήκα», κατέληξε δίνοντας λύση στο ένα πρόβλημά της. Τώρα έμενε να λύσει το δεύτερο, την στέγη του σκύλου. Σκέφτηκε «Να το δώσω στο Θανάση, αυτό αγαπά τα ζώα. Α, μπα, έχει τρία σκυλιά δεν θα το πάρει. Στην κουμπάρα μου τη Μαρία…Μμμμ, θα τσακωθεί με τον άντρα της».

‘Εκανε κι άλλες τέτοιες βασανιστικές σκέψεις εκείνο το σούρουπο του Σεπτέμβρη εκεί στην άκρη του δρόμου συντροφιά με τον χορτάτο τώρα σκύλο, με την Ίρμα, καλύτερα.

Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, κοίταξε την γλυκιά Ίρμα, την ξανακοίταξε και αμέσως πήρε την απόφασή της. Θα κρατούσε εκείνη το σκυλί στο σπίτι της. Τι κι αν είχε δύο σκυλιά κι ένα τρίτο, κανένας κόπος, ούτε τα έξοδα θα ήταν μεγάλα.

Πήρε την Ίρμα, την τοποθέτησε απαλά και στοργικά στο κάθισμα του συνοδηγού, έβαλε μπροστά τη μηχανή κι έφυγε για το σπίτι της. Ήτανε πολύ χαρούμενη η Σοφία, είχε βρει ένα χαριτωμένο σκυλί κι έκανε μια καλή πράξη. Μια θεάρεστη πράξη, γιατί όποιος αγαπά τα ζώα είναι ευαίσθητος άνθρωπος, έτσι λέγανε πάντα όλες οι κυρίες όταν συζητούσανε στο σαλόνι του κτηνίατρου ή στο πάρκο που βγάζανε πρωί και απόγευμα περίπατο τα σκυλιά τους για πιπί και τα υπόλοιπα.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, η κυρία Σοφία έχοντας αγκαλιά την φρεσκολουσμένη και αρωματισμένη από το μπάνιο της Ίρμα, την σκυλίτσα, πήγαινε στον κτηνίατρο. Ήτανε κοντά και θα πήγαινε με τα πόδια. Στην επόμενη γωνία του δρόμου μια ανάπηρη κοπέλα, θάτανε δε θάτανε δεκαοκτώ χρονών, σκάλιζε τον σκουπιδοτενεκέ των απορριμμάτων και όταν περνούσε ένας περαστικός άπλωνε δειλά το χέρι της ζητώντας βοήθεια.

- Ό, τι έχετε καλωσύνη, καλή κυρία, ψέλλισε η ανάπηρη ζητιάνα, μόλις πλησίασε η κυρία Σοφία κρατώντας το σκυλάκι στοργικά στην αγκαλιά της.

Η κυρία Σοφία κοίταξε την κοπέλα. Η ματιά της ήταν υποτιμητική. Σταμάτησε και η κοπέλα αναθάρρησε, νόμισε ότι θα της έδινε χρήματα, αλλά έπεσε έξω. Ακούστηκε ξερή και απειλητική η φωνή της κυρίας Σοφίας καθώς έσφιγγε στοργικά τη σκυλίτσα, την Ίρμα, στην αγκαλιά της.

- Γιατί ζητιανεύεις παιδί μου, να πας να δουλέψεις, είπε και συνέχισε βιαστικά στον δρόμο για να προλάβει το ραντεβού που είχε στις εννιά με τον κτηνίατρο. Δεν έπρεπε ν΄ αργήσει γιατί ο κτηνίατρος είχε πολλές πελάτισσες και δεν ήθελε να πέφτει έξω στα ραντεβού.

Το κορίτσι συνέχιζε να σκαλίζει τον κάδο απορριμμάτων, αλλά η Σοφία δεν είδε ένα δάκρυ γυαλιστερό σαν μαργαριτάρι που κύλησε στο σκαμμένο από την πείνα και τη δυστυχία πρόσωπό της. Εκείνη, πάντως, ήταν ευχαριστημένη, γιατί είχε σώσει ένα σκυλάκι!

Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ