27.9.06

Ποίηση

Οι «κόθορνοι»

Βάτραχοι που κοάζετε,
ψευτοπροφήτες,
νούμερα για βαριετέ,
που παίζετε στους δρόμους
και φωνάζετε στα μπαλκόνια,
αραδιάζοντας ελπίδες,
σκορπώντας όνειρα,
τσαλαπατώντας συνειδήσεις.
Εθνοπατέρες και μητέρες
τώρα στον ίδιο απατηλό δρόμο,
τής αλαζονείας και τής ψευτιάς.
Ουστ από ΄δω τσαρλατάνοι τής πολιτικής,
πολιτικάντηδες,
τεμπέλαροι,
ανεύθυνοι,
φυγάδες τής ζωής
και τής παραγωγής,
αποστήματα τής Δημοκρατίας
με πρόσχημα το Κοινοβούλιο.

«Κόθορνοι»,
Πάψτε να κοροϊδεύετε το λαό.


Μια νεράιδα

Αυτή η νεράιδα με τα γαλάζια μάτια
όλο γλύκα και ηδονή
κοιτάζουνε λες και αποζητάνε
να γευτούνε του έρωτα τούς καρπούς.

Με ξεγελάσανε και μένα
καθώς πίστευα στης νεράιδας το κάλεσμα.

Έτρεξα με την ψυχή
στο στόμα έτοιμος να παραδοθώ.
Εκείνη χαμογέλασε,
έγλειψε νωχελικά τα χείλη της…
τελευταία φορά την είδα,
ύστερα χάθηκε.

…………

Καλά μού τόλεγαν
πως στις μέρες μας
δεν υπάρχουν πια νεράιδες.


Η μικρή μου φίλη

Αυτά τα πράσινα μάτια
πώς με κοιτάζουνε με πάθος
και απορία;
Είναι τα μάτια
τής μικρής μου φίλης,
όλο αντίθεση
με το μαυριδερό κορμί της.
Κι εγώ ηδονίζομαι
να τα κοιτώ
μέσα από το τζάμι
καθώς κι εκείνη με κοιτά
αποζητώντας τη συντροφιά μου
και τη θαλπωρή τού δωματίου.
Αυτά τα πράσινα μάτια,
γοητευτικά, σαγηνευτικά,
είναι τα μάτια τής όμορφης
μαύρης γάτας μου!


Ο Καίσαρ

«Ο πόλεμος είναι ιδεολογικός»,
είπε ο πλανητάρχης.
Εννοεί από τη μια
η αλαζονεία τής δύναμης,
από την άλλη ο πατριωτισμός
και η επιθυμία τής ελευθερίας.
Από ΄δω ο ιμπεριαλισμός
με το καινούργιο του όνομα
«αμερικανισμός» -η pax Americana-
από ΄κει τα απελευθερωτικά
κινήματα με τη ρετσινιά
που τούς δόθηκε «τρομοκρατία».
Ο πόλεμος, λοιπόν, είναι ιδεολογικός:
Αντιμέτωποι μία απόχρωση
τού χριστιανισμού
με άλλες αποχρώσεις τού ισλαμισμού.
Οικονομικές, πολιτικές
διεκδικήσεις φορώντας για φερετζέ
τις θρησκείες.
Έτσι προέκυψε και ο Άγιος Πατέρας

Αμήν.


Δεν σε ξεχνώ

Έφυγα ένα βράδυ χειμωνιάτικο,
ήταν έτσι και η διάθεσή μου, βροχερή,
ψυχρή όντας η νύχτα,
παγωμένη η καρδιά μου.
Περάσανε χρόνοι τριάντα
κ΄ η οπτασία σου
στριφογυρίζει στο μυαλό μου,
η μορφή σου έρχεται
μπροστά μου,
είναι θαρρείς οι τύψεις
φαντάσματα τού παρελθόντος.
Μα ΄σύ δεν έσβησες
ό,τι κι αν έγινε.
Ξέρω πως έμεινες πιστή στις αναμνήσεις,
χωρίς να σ΄ αγγίξει άντρας
εγώ βρήκα καταφύγιο
σ΄ άλλης γυναίκας την αγκαλιά,
ματαίως πάντως,
γιατί το φάντασμά σου
καλύπτει τις μέρες μου,
στο μυαλό μου στροβιλίζει
η μορφή σου.
Η μορφή σου…
Η μορφή σου…
Πώς νάσαι άραγε τώρα
αγαπημένη θύμηση;
Πώς νάσαι;
Θέλω να ξέρω…να ξέρω…
ηρωίδα μου!


Έφυγες στ΄ αστέρια

Ήρθε η νύχτα.
Τα παραθύρια χτυπούν
καθώς ο αγέρας λυσσομανά,
τα δέντρα λυγίζουν,
η καρδιά μου βαρύθυμη
αποζητά την ζεστασιά τής ανάσας σου.
Είν΄ όλα κρύα τούτο το βράδυ.
Το ίδιο ήταν χτες
και προχτές ακόμη χειρότερα.
Είναι που λείπεις
-μήνες τώρα-,
και δεν πρόκειται να ΄ρθείς
γιατί σε πήραν τ΄ αστέρια.
Κρίμα να μην μπορώ
να γίνω γαλαξίας,
να σε συντροφεύω τα βράδυα,
όταν η παγωνιά τού σύμπαντος
κρυώνει τις καρδιές μας.


Αστόχησες θεέ μου!

Δεν τα ΄κάνες καλά
τα πράγματα θεέ μου!
Δεν με ΄μάθες να πολεμώ,
να παίζω με κανόνια,
να κοροϊδεύω τον κόσμο
και να μην αγαπώ.
Δεν τα ΄κάνες καλά θεέ μου,
κι ας λένε πως τα πάντα
«εν σοφία εποίησες»,
όχι, γιατί όποιος αγαπά πληγώνεται,
όποιος ασχολείται με έργα καλά
είναι το κοροΐδο της ζωής,
όσο για την άλλη ζωή,
ε, σ΄ αυτή πάλι οι πολεμοκάπηλοι
και οι μπερμπάντηδες
θα περνάνε καλύτερα.

Β.Α. Λαμπρόπουλος