19.9.05

Μία διαβολική ιστορία

Θα σας διηγηθώ μιά ιστορία για το Διάβολο. Ναι, για το Σατανά, για τον γνωστό μας Μεφιστοφελή. Αυτόν που ξεγελά τους ανθρώπους και τους σύρει στην αμαρτία και στο βασίλειο του σκότους και του πόνου. Μακριά από το φως του Παραδείσου κι από την αγάπη του Θεού.
Ξέρετε όλοι, φαντάζομαι, τον Φάουστ; Τον δόκτορα, που αναβίωσε ο Γκαίτε από μια λαϊκή παράδοση. Όχι όμως την ίδια, μιάν άλλη που είναι η αυθεντική και η αληθινή. Ε, εγώ, αυτή θα σας διηγηθώ, την αληθινή.
Οι άνθρωποι, που από τη δίψα για χρήμα, νεότητα, δόξα ή έρωτα –ω, αυτός ο αρχαιότατος πλάνος, ο φτερωτός γιος της Αφροδίτης, που παρασύρει τη λογική σε πράξεις ανόσιες και αμαρτωλές-, καλούσανε τις δαιμονικές δυνάμεις για να τα λάβουνε στην ζωή τους. Και ως αντίδωρο έπρεπε να υπογράψουνε συμφωνία με το Διάβολο. Η συμφωνία έπρεπε να είναι έγγραφη και υπογραμμένη με το αίμα τους. Ο Διάβολος δεν είχε εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, που αφού έπαιρνε ό,τι ήθελε μετάνιωνε κατόπιν και παρασπονδούσε, γεγονός που δεν έπραττε ο σατανάς. Αυτός τηρούσε πάντοτε τις συμφωνίες του. Τέλος πάντων. Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, ο Διάβολος, δηλαδή, ζητούσε έγγραφη συμφωνία, γραμμένη με το αίμα του ανθρώπου που την έκανε μαζί του!
Το ίδιο έκανε και ο Φάουστ, που ήθελε να λάβει απολαύσεις. Έτσι υπόγραψε με αίμα την παρακάτω συμφωνία με το Σατανά:
«Εγώ, ο Ιωάννης Φάουστ, Δόκτωρ,
Δηλώνω τα επόμενα, που γραφτήκανε με το ίδιο μου το χέρι από μένα:
Ψάχνοντας τα διάφορα στοιχεία, και διαπιστώνοντας ότι οι αισθήσεις που μου δόθηκαν από τον Ουρανό δεν μου είναι αρκετές να διεισδύσουνε στη φύση των πραγμάτων και ότι από τους άλλους ανθρώπους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί η επιθυμία μου, παραδίνομαι, λοιπόν, σ΄ αυτό το πνεύμα, που λέγεται Μεφιστοφελής, και το οποίο είναι υπηρέτης του ηγεμόνα του Άδη, για να με διδάξει εκείνο το οποίο επιθυμώ να μάθω και να είναι, όπως μου υπόσχεται, πάντοτε στις διαταγές μου.
Εκ μέρους μου, εγώ δηλώνω ότι, αφού περάσουν είκοσι τέσσερα χρόνια από τη μέρα που υπογράφεται το παρόν, θ΄ αφήσω ώστε αυτός να κάμει την ψυχή και το σώμα μου, ό,τι θέλει για την αιωνιότητα. Για τον σκοπό αυτόν απαρνιέμαι όλα τα είναι, όντα που ζουν είτε στον ουρανό είτε στη γη.
Σε επιβεβαίωση αυτών γράφω και υπογράφω με το δικό μου χέρι και αίμα».
Αφού υπόγραψε αυτή τη δήλωση, κι αφού αποφάσισε να πραγματοποιήσει όσα υπόγραψε με το αίμα του, ο δόκτορας Φάουστ εξασφάλισε όσα ζητούσε η «ψυχή» του. Ταξίδια, γυναίκες, πιοτό, πλούτη και γνώση. Όλα δικά του, όλα στα πόδια του. Ταξίδεψε σ΄ ολόκληρη τη γη με ωραιότατες γυναίκες, με θηλυκά ζηλευτά για κάθε άλλον θνητό, έχοντας πολύ χρυσό στις τσέπες του.

Μόλις πέρασε στα δεκαεφτά χρόνια, ο δόκτορας έδειχνε ότι μετάνιωσε, αλλά ο διάβολος τον κατάφερε να ανανεώσει την έγγραφη συμφωνία με άλλο, βαρύτερο έγγραφο, που επικύρωνε το προηγούμενο, κι έτσι η τάση για μετάνοια χάθηκε.
Νέος κύκλος ακολασίας για τον Φάουστ, ως τις μέρες που τέλειωνε η προθεσμία. Κι όσο πλησίαζε το τέλος, τα εικοσιτέσσερα χρόνια, ο διάβολος τού έκανε νέες δελεαστικές προσφορές. Για να τον ζαλίσει, μάλιστα, λίγο πριν το τέλος της προθεσμίας, τού πρόσφερε ερωμένη την Ωραία Ελένη, τη γυναίκα του βασιλιά Μενέλαου, που γι΄ αυτήν έγινε ένας μεγάλος πόλεμος στην Τροία, που κράτησε δέκα χρόνια. Ναι, δέκα ολόκληρα χρόνια αιματοχυσίας για την ομορφιά της. Κι αυτή η ομορφιά ήτανε στα χέρια τού Φάουστ. Έρχεται, τέλος, η μοιραία ημερομηνία κι ο Φάουστ καλεί σε τραπέζι τους φίλους του. Όλους, και τούς προσφέρει ένα πλούσιο γεύμα, όπου τούς διηγείται την περιπέτεια της ακόλαστης ζωής του. Τούς παρακαλεί να μην φύγουν, αλλά να κοιμηθούν εκεί, ενώ εκείνος θα περιμένει το αναπόφευκτο τέλος, το τέλος μιάς ζωής προσφερμένης στον Διάβολο.
Λίγο πριν από τα μεσάνυκτα, οι φίλοι ακούσανε μιά δυνατή πνοή τού ανέμου, που ταρακούνησε σαν σεισμός το σπίτι. Ολάκερο το κτίριο. Φόβος και τρόμος κατάλαβε τις καρδιές των φίλων. Την ώρα που ο μοιραίος Φάουστ κραύγαζε αγωνιωδώς ζητώντας βοήθεια. Πλην ματαίως. Οι φίλοι του ήτανε τρομαγμένοι, δεν μπορούσανε να προσφέρουνε βοήθεια. Ποιά, άραγε βοήθεια, ήτανε δυνατό να δώσουνε αυτοί οι θνητοί; Ποιά; Ενάντια στον εκπεσόντα άγγελο του παραδείσου, που διαφέντευε τώρα τον κάτω κόσμο. Τον Εωσφόρο.
Λένε, ότι πριν ο Διάβολος πάρει την ψυχή του Φάουστ με τόσο τραγικό τρόπο, που θα σας πω παρακάτω, ρώτησε το Μεφιστοφελή:
- Αν ήσουν άνθρωπος και όχι δαίμονας, τι θά ΄κανες για να ευχαριστήσεις τον Θεό και τους ανθρώπους;
- Θα έσκυβα μπροστά στο Θεό και θά ΄κανα ό,τι μπορούσα για να μη τον θυμώσω. Και θα κέρδιζα έτσι μετά το θάνατό μου την αιώνια μακαριότητα! απάντησε ο Μεφιστοφελής στον καταδικασμένο Φάουστ.
Όταν έφεγγε το φως της μέρας οι φίλοι τρέξανε στο δωμάτιο τού μοιραίου ανθρώπου, τού δόκτορα Φάουστ. Ο εγκέφαλος τού δύστυχου αυτού ανθρώπου, που έδωσε την ψυχή του δώρο στο σατανά, ήταν ανοικτός, χυμένος και σκόρπιος παντού γύρω. Τα μάτια του πρησμένα και τα δόντια του σκόρπια στο πάτωμα. Και το σώμα του κομματιασμένο, βρέθηκε αργότερα πεταμένο μέσα σ΄ ένα κοπρώνα!
Αυτό ήτανε το θλιβερό τέλος τού δόκτορα Φάουστ, που θέλησε να κάμει συμφωνία με το Μεφιστοφελή, ενάντια στη βούληση τ΄ Ουρανού. Αυτό ήτανε το τέλος τού μοιραίου ανθρώπου στην ιστορία, που υπόγραψε το θάνατό του με τον πιο χυδαίο τρόπο, με τον πιο αποτρόπαιο. Το σώμα του στα σκουπίδια και η ψυχή του στο βασίλειο τού Σκότους!

***
- Και πώς είναι, παρακαλώ, το βασίλειο του Σκότους. Πώς, είναι, άραγε, όπως το διηγείται ο Δάντης ο οποίος μπήκε στο «βασίλειο των πεθαμένων ανθρώπων», από μια πόρτα όπου διαβαζόντουσαν οι σκοτεινές και χωρίς ελπίδα λέξεις «Αφήστε κάθε ελπίδα, ω εσείς που μπαίνετε!»;
- Αλίμονο, κανένας δεν ξέρει ακριβώς πώς είναι ο Άδης, το βασίλειο τού Χάροντα, που φυλάει ο τρομερός Μίνως. Οι παραδόσεις μιλάνε για την ύπαρξη δύο πόλεων της άλλης ζωής…
- Δηλαδή, ποιών;
- Της Ουράνιας Ιερουσαλήμ και της Σατανικής Βαβυλώνας. Η πρώτη είναι χτισμένη μέσα σε ψηλά τείχη, από πολύτιμα πετράδια. Έχει τρεις μεγάλες πόρτες, που λάμπουνε περισσότερο από τ΄ άστρα. Ο δρόμοι και οι πλατείες της Ουράνιας Ιερουσαλήμ είναι στρωμένες με πλάκες από χρυσάφι και ασήμι, ενώ τα κτίρια, αληθινά παλάτια, αστράφτουνε στο μάρμαρο και στα πολύτιμα μέταλλα. Κρυστάλλινα νερά αναβλύζουν από πηγές και θαυμαστά δέντρα στολίζουνε την πόλη, ενώ γλυκόλαλα πουλιά και άνθη βρίσκονται παντού. Η ατμόσφαιρα βρίσκεται μέσα σε θείο φως, και ευωδιάζει μέσα σε υπεράνθρωπες αρμονίες. Μια μουσική που δεν έγραψε ποτέ άνθρωπος.
- Κ΄ η Σατανική Βαβυλώνα, όπως λες;
- Αυτή είναι εντελώς διαφορετική. Περιστοιχίζεται από μαύρα βουνά και χοντρούς βράχους, ενώ σκεπάζεται από ένα ατσάλινο ουρανό! Τα νερά που τρέχουν είναι πιο πικρά κι από τη χολή. Οι κήποι και οι δρόμοι είναι γεμάτοι με αγκάθια, κοφτερά σαν στιλέτα. Η Σατανική Βαβυλώνα κατατρώγεται από φωτιές, ενώ η ατμόσφαιρά της είναι βρωμερή και στον αέρα αντηχούνε ανυπόφοροι θόρυβοι. Υπάρχουνε φλογοβόλες γέφυρες απ΄ όπου οι δαίμονες γκρεμοτσακίζουνε τις αμαρτωλές ψυχές σε αχανές βάραθρο. Βασανίζεται από ορμητικούς αέρηδες, παγεροί και φλογεροί άλλοι, καταιγίδες από βροχές, χιόνι και χαλάζι. Θειούχα ποτάμια διασχίζουνε την Σατανική Βαβυλώνα, συμπληρώνοντας το ζοφερό τοπίο τού θανάτου και του αιώνιου μαρτυρίου. Τα ζώα είναι σωστοί δαίμονες σαν τους Κέρβερους, το Γηρυόνη, τους δράκοντες, τα φίδια τρέχουνε παντού γύρω και τα δηλητηριώδη έντομα πετούν, ενοχλητικά. Ο ίδιος ο ηγεμόνας τού ζόφου είναι γιγάντιος, κολοσσιαίος, μαύρος σαν τα φτερά του κορακιού, και με χίλια οπλισμένα με σιδερένια νύχια χέρια, κινείται μέσα στο σκοτάδι, και ξετυλίγει μια μακριά ουρά, που είναι γεμάτη με μυτερά βέλη.
Εδώ, σ΄ αυτόν τον αποτρόπαιο τόπο της Σατανικής Βαβυλώνας, εγκαταστάθηκε η ψυχή του Φάουστ, που έκανε την επαίσχυντη συναλλαγή με το Μεφιστοφελή, ανταλλάσσοντας την ψυχή του με την επίγεια και πρόσκαιρη απόλαυσή του. Εδώ, σ΄ αυτόν τον αηδιαστικό τόπο μετάνοιας και μαρτυρίου, ταξίδεψε χωρίς επιστροφή ο Φάουστ, και κάθε άλλος θνητός, που αρνήθηκε το Έλεος του Θεού. Εδώ στην Κόλαση!

VAL All rights reserved 2005