19.9.05

Κι όμως, είναι ένας έρωτας!

Η κοπέλα, θάναι δε θάναι τριάντα χρονών. Καλοντυμένη, που δείχνει ότι είναι από κάποιο καλό αστικό σπίτι. Είναι μογγολάκι, που έρχεται τις Κυριακές, κυρίως, στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Παραγγέλνει το καφέ της, γαλλικό, παρακαλώ. Ύστερα ανοίγει την τσάντα της, την ψαχουλεύει, την ψαχουλεύει κι έπειτα βγάζει χαρτί και μολύβι. Γράφει, γράφει, γράφει, κανένας δεν γνωρίζει τι γράφει. Σταματά, κάπου κάπου, κι αρχίζει να μιλά μόνη της απευθυνόμενη σε κάποιο πρόσωπο. Δείχνει αγάπη και στοργή, μιλά και γελά, ξεκαρδίζεται στα γέλια. Το φχαριστιέται, η μικρή κοπέλα, κι ας είναι μογγολάκι. Φυσικά η στάση της προκαλεί την περιέργεια των θαμώνων, των ηλικιωμένων, που την σχολιάζουν. Μερικοί ξέρουν ότι όλα αυτά γίνονται γιατί η κοπέλα είναι ερωτευμένη με έναν νεαρό, μογγόλος κι αυτός. Που έρχεται και κάθεται μαζί της, αλλά είναι «άντρας», δεν παραδίνεται αμέσως, το παίζει σκληρός, λένε οι θαμώνες που γνωρίζουνε τα καθέκαστα, από τις σχέσεις των δύο νεαρών μογγόλων.
Η κοπέλα κάθε τόσο κοιτά το ρολόι της και απορεί. Αργεί φαίνεται ο φίλος της. Σηκώνεται, πηγαίνει στο τηλέφωνο και τον καλεί. Του μιλά με στοργή κι αγάπη. Του λέγει να έρθει γρήγορα, γιατί τον περιμένει ήδη μισή ώρα. Κλείνει το τηλέφωνο, κάθεται στο τραπεζάκι της και συνεχίζει να γράφει και να του μιλά. Περνά η ώρα. Κι εκείνος δεν φαίνεται. Ξανά πηγαίνει στο τηλέφωνο. Τον καλεί και τον εκλιπαρεί νάρθει γρήγορα, τον περιμένει, θέλει να τον δει, γιατί τον αγαπά.
Εκείνος την καθησυχάζει. Η κοπέλα συνεχίζει να του γράφει, δεν ξέρω αν του γράφει στ΄ αλήθεια, αν ξέρει γράψιμο. Δεν ξέρω.
Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο νέος. Καμαρωτός, σβέλτος, νευρικός με μια εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη του. Την πετά με ύφος στο τραπέζι. Εκείνη σηκώνεται και τον υποδέχεται με ένα πλατύ χαμόγελο. Τον χαϊδεύει, αλλά εκείνος, ο «άντρας’ δεν πέφτει εύκολα. Κάθεται με άνεση στην καρέκλα του, παραγγέλνει τον καφέ του και καταδέχεται -επιτέλους- ν΄ ανταποκριθεί στην κοπέλα. Την κοπέλα του, που αγωνιούσε περισσότερο από μισή ώρα αν θάρθει. Και τώρα που ήρθε όλα αλλάξανε. Η κοπέλα πλέει σε πελάγη ευτυχίας, ο νεαρός ενδίδει, επιτέλους, και οι ηλικιωμένοι θαμώνες του ζαχαροπλαστείου, συνεχίζουνε το κουτσομπολιό τους για τα δυό μογογολάκια που αγαπιούνται. Δυο μογγολάκια, χτυπημένα από τον φτερωτό θεό έρωτα. Ναι και όμως είναι έρωτας. Ένας αγνός έρωτας, κι ας είναι τα παιδιά δυο μογγολάκια, που έτσι τα έφτιαξε ο δημιουργός τους. Δυο μογγολάκια με καρδιά, ψυχή και ευαισθησίες.

VAL All rights reserved 2005