21.10.06

Ο Βασίλης Α. Λαμπρόπουλος (1942-2006)

Β.Α.Λ.δημοσιογράφος-συγγραφέας,
τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ, μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων,
της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών,
του Συλλόγου «Κωστής Παλαμάς» Ι.Π. Μεσολογγίου,
της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών του Συνδ. Ιστορικών Συγγραφέων,
εκπρόσωπος για την Ελλάδα του Κέντρου Ποίησης και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας «Κωστής Παλαμάς» της ΑΧΕΠΑ στο Σίντνεϊ και της Έν. Ελλ. Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών Αυστραλίας,
του Συλλ. Μεσολογγιτών Αττικής, μέλος του Συλλ. Απογόνων της Εξόδου του Μεσολογγίου,
του Πνευματικού Κέντρου Ρουμελιωτών και υπεύθυνος της εφημερίδας «Ρουμελιώτικη Εστία»,
Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».
...
Εργάστηκε από το 1964 ως το 1992 στις ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, ΑΘΗΝΑΪΚΗ, ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, σε περιοδικά (ΕΠΙΚΑΙΡΑ), σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς (ΕΡΤ, ΥΕΝΕΔ, Αθήνα 9,84, Ωχ FM, 2ΜΜ και Ράδιο Σύμπαν του Σίντνεϊ, στις εφημερίδες ΤΟ ΒΗΜΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ, ΠΑΤΡΙΔΑ του Σίντνεϊ, ο ΚΟΣΜΟΣ του Σίντνεϊ, ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ της Περθ). Κείμενά του δημοσιεύονται σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Ελλάδος και του εξωτερικού, ενώ διατήρησε πολυετή συνεργασία με όλα τα έντυπα και τα ΜΜΕ της επαρχίας Μεσολογγίου, καθώς και με τους πολιτιστικούς φορείς της Ι.Π. Μεσολογγίου. Συμμετείχε ως επιμορφωτής σε σεμινάρια (θέματα επικοινωνίας, δημοσίων σχέσεων και γραφείων τύπου), διαλέξεις και ομιλίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό (Αυστραλία, Κύπρο, Αίγυπτο, Αμερική κ.τλ.). Έχει εκδώσει εξήντα βιβλία, μελέτες, έρευνες, ταξιδιωτικά, παιδικά, ιστορικά, δοκίμια και μυθιστορήματα με ιδιαίτερη αγάπη όμως στα ποιητικά.
...
Διετέλεσε ειδικός σύμβουλος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, του ΟΤΕ, της Τράπεζας Αθηνών, της Γενικής Γραμματείας Δασών και Περιβάλλοντος, της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Τύπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, μέλος και πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ (1986-1992), πρόεδρος του Στεγαστικού Συνδέσμου μελών της ΕΣΗΕΑ και υπήρξε μέλος του Μικτού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ.
...
Έχει τιμηθεί με εύφημες μνείες, τιμητικά διπλώματα και μετάλλια από Πατριαρχεία (Ιεροσολύμων-Αλεξανδρείας), Εκκλησίες (Ιερά Σύνοδο Εκκλησίας της Ελλάδος, Άγιο Όρος, Ιερά Αρχιεπισκοπή Σινά), την Ιερά Μονή Πάτμου, την Ιερά Μονή Πεντέλης, την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους, το Λαογραφικό Σύλλογο Μεσολογγίου, το Σύλλογο Γυναικών Μεσολογγίου “Η Θυσία», την εφημερίδα «Ακρόπολις, την ΑΧΕΠΑ Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, την ΑΧΕΠΑ Νέας Νοτίου Ουαλίας, την ΑΧΕΠΑ Ουέλινγκτον Νέας Ζηλανδίας, το Δήμο της Ι.Π. Μεσολογγίου, το δήμο Ροκντέιλ του Σίντνεϊ, την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών Αυστραλίας, την Ομοσπονδία Στερεάς Ελλάδος Σίντνεϊ, τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, την ΟΝΝΕΔ, τη ΔΑΚΕ Εκπαιδευτικών και πολλούς άλλους οργανισμούς, φορείς και δήμους.
...
Αποφοίτησε από τα Ναυτικά Εκπαιδευτήρια Οινουσσών Χίου «Διαμαντή και Καλλιόπης Πατέρα». Σπούδασε Θέατρο, δημοσιογραφία, δημόσιες σχέσεις. Ειδικεύτηκε με σεμινάρια σε θέματα διεθνών σχέσεων, ευρωπαϊκής πολιτικής, κοινωνιολογίας, ψυχολογίας των ΜΜΕ, δημοσίων σχέσεων, τεχνικής εντύπου, ραδιοφωνικής τεχνικής, δημοσιογραφίας, ελληνικής γλώσσας και δημοσιογραφίας, στατιστική και δημοσκοπήσεις (Ίδρυμα Αντενάουερ, Εταιρία Δημοσίων Σχέσεων, ΕΛΚΕΠΑ, ΕΣΗΕΑ, ΣΕΠ, ΟΤΕ, εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Ένοπλες Δυνάμεις, ΕΙΡ).
...
Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος ήταν νυμφευμένος με την Κατερίνα Κρίνου με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά και πρόσφατα 2 εγγόνια.
...
Η σωρός του θα βρίσκετα από την Τρίτη 24 Οκτωβρίου στον οικογενειακό τάφο της οικογένειάς του στην Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου που τόσο αγάπησε.

"Ο Ποιητής δεν πεθαίνει, είναι ο κόσμος του που σταματά να φέγγει"

16.10.06

ΑΠΟ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ

Για λόγους (αν)ιστορικούς, αναδημοσιεύoυμε την πλαστή επιστολή που εμπνεύστηκαν οι χριστιανοί παπάδες για να αποδείξουν το αναπόδεικτο, δηλαδή εκείνο που κανείς απολύτως συγγραφεύς ή ιστορικός του πρώτου αιώνος δεν ανέφερε ποτέ.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ (sic) ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΟΥΜΠΛΙΟΥ ΛΕΝΤΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Εισαγωγή του χριστιανού: «Επιστολή Πουλμπλίου Λεντούλου, Κυβερνήτη Ιουδαίας πριν από τον Πιλάτο, η οποία απευθύνεται προς τον Τιβέριο και παρακάτω είναι μεταφρασμένη από το λατινικό πρωτότυπο. Το πρωτότυπο βρίσκεται στην βιβλιοθήκη Cesarini στην Ρώμη».

(Ακολουθεί το κείμενο της υποτιθεμένης επιστολής)
Ήκουσα ω επιθυμείς να μάθης ότι σοι γράφω νυν περί ανθρώπου τινός λίαν ενάρετου καλουμένου ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, όν ο λαός θεωρεί προφήτην και οι μαθηταί του Θεόν, λέγοντες ότι είναι Υιός Θεού, πλάστου των ουρανών και της γης και παντός ό,τι εν αύτη ευρίσκεται και υπάρχει. Τη αληθεία ω Καίσαρ, ακούονται καθ' εκάστην θαυμάσια πράγματα περί του Χριστού αυτού. Ανεγείρει νεκρούς και ιατρεύει ασθενείς δια μιας μόνης λέξεως. Είναι ανήρ αναστήματος μετρίου, καλός την όψιν και μεγαλοπρέπειαν περιβεβλημένος, ιδίως κατά το πρόσωπον, ώστε όσοι τον ατενίζουν αναγκάζονται να τον αγαπούν και να τον φοβώνται. Έχει την κόμην χρώματος καρύου ώριμου εξικνουμένην μέχρι των ώτων του, εκείθεν δε μέχρι των ωμοπλατών του καταντά γαιόχρους αλλά μάλλον στιλπνή, διχάζεται δ' αύτη εν τω μέσω άνωθεν κατά το σύστημα των Ναζαρηνών. Το μέτωπον του είναι λείον και γαλήνιον, το πρόσωπον του άνευ ρυτίδος ή κηλίδος, η ρίς και τα χείλη Του κανονικώτατα. Το γένειον του είναι πυκνόν και του αυτού χρώματος της κόμης, δεν είναι δε μακρόν και διχάζεται εν τω μέσω. Το βλέμμα Του είναι σοβαρόν και εμποιούν φόβον, έχει δε δύναμιν ακτίνος ηλιακής. Ουδείς δύναται να τον παρατηρήση ατενώς. Όταν επιτιμά, φοβίζει. Όταν δε πράττη τούτο κλαίει. Είναι αξιαγάπητος και χαριείς μετά σοβαρότητας. Λέγουσιν ότι ουδέποτε ώφθη γελών, αλλά πλειστάκις κλαίων. Έχει ωραίας τας χείρας και τους βραχίονας. Εν τη συνομιλία ευαρεστεί τους πάντας. Δυσκόλως όμως φαίνεται, όταν δε φανή που, είναι μετριόφρων και το ωραιότερον παράστημα του κόσμου. Είναι ωραίος ως την μητέρα του, ήτις έστιν η ωραιοτέρα γυνή, ήτις ποτέ εθεάθη εις τα μέρη ταύτα.
Εάν όμως η Ση μεγαλειότης, ω Καίσαρ ποθή να ιδή Αυτόν ως μοι έγραφες άλλοτε, πληροφόρησον με, διότι θα σοι τον στείλω πάραυτα. Πάντες εν Ιερουσαλήμ θαυμάζουσιν την σοφίαν του, και τι ουδέποτε εσπούδασε τι, και όμως είναι κάτοχος πάσης επιστήμης. Περιπατεί ανυπόδητος, και ασκεπής την κεφαλήν. Πολλοί βλέποντες αυτόν γελώσιν, αλλ' όταν ευρίσκονται προ αυτού τρέμουσι και θαυμάζουσιν αυτόν. Λέγουσιν ότι ουδέποτε άνθρωπος ως αυτός ενεφανίσθη εις τα μέρη ταύτα. Τη αληθεία ως μοι λέγουσιν οι Εβραίοι, ουδέποτε εδόθησαν συμβουλαί, ουδέποτε εκηρύχθη διδασκαλία ως η ιδική του, πολλοί δε των Ιουδαίων θεωρούσιν αυτόν Θεόν. Άλλοι πάλιν μοι λέγουν ότι είναι εχθρός της Σης Μεγαλειότητος ω Καίσαρ. Πολλαχώς με παρενοχλούσιν οι μοχθηροί αυτοί Εβραίοι. Λέγεται ότι αυτός ουδέποτε δυσαρέστησε τινά, αλλ' ότι μάλλον εποίησε το αγαθόν. Όλοι όσοι εγνώρισαν αυτόν λέγουσιν ότι ευηργετήθησαν παρ' αυτού. Όμως εις την σην Μεγαλειότητα, ω Καίσαρ, εις την προς σε υπακοήν, ειμί πρόθυμος. Ό,τι διατάξεις θέλει εκτελεσθή.
Εν Ιερουσαλήμ Ινδικτίωνος ζ', Σελήνης ια' Της Σης Μεγαλειότητος πιστότατος και ευπειθέστατος.
ΠΟΥΜΠΛΙΟΣ ΛΕΝΤΟΥΛΟΣ
Κυβερνήτης της Ιουδαίας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ
Publius Lentulus is a fictitious person, said to have been Governor of Judea before Pontius, and to have written the following letter to the Roman Senate: «Lentulus, the Governor of the Jerusalemites to the Roman Senate and People, greetings. There has appeared in our times, and there still lives, a man of great power (virtue), called Jesus Christ. The people call him prophet of truth; his disciples, son of God. He raises the dead, and heals infirmities. He is a man of medium size (statura procerus, mediocris et spectabilis); he has a venerable aspect, and his beholders can both fear and love him. His hair is of the colour of the ripe hazel-nut, straight down to the ears, but below the ears wavy and curled, with a bluish and bright reflection, flowing over his shoulders. It is parted in two on the top of the head, after the pattern of the Nazarenes. His brow is smooth and vary cheerful with a face without wrinkle or spot, embellished by a slightly reddish complexion. His nose and mouth are faultless. His beard is abundant, of the colour of his hair, not long, but divided at the chin. His aspect is simple and mature, his eyes are changeable and bright. He is terrible in his reprimands, sweet and amiable in his admonitions, cheerful without loss of gravity. He was never known to laugh, but often to weep. His stature is straight, his hands and arms beautiful to behold. His conversation is grave, infrequent, and modest. He is the most beautiful among the children of men».
Different manuscripts vary from the foregoing text in several details: Dobschutz («Christusbilder», Leipzig, 1899) enumerates the manuscripts and gives an «apparatus criticus» . The letter was first printed in the «Life of Christ» by Ludolph the Carthusian (Cologne, 1474), and in the «Introduction to the works of St. Anselm» (Nuremberg, 1491). But it is neither the work of St. Anselm nor of Ludolph. According to the manuscript of Jena, a certain Giacomo Colonna found the letter in 1421 in an ancient Roman document sent to Rome from Constantinople. It must be of Greek origin, and translated into Latin during the thirteenth or fourteenth century, though it received its present form at the hands of humanist of the fifteenth or sixteenth century. The description agrees with the so-called Abgar picture of our Lord; it also agrees with the portrait of Jesus Christ drawn by Nicephorus, St. John Damascene, and the Book of Painters (of Mt. Athos). Munter («Die Sinnbilder und Kunstvorstellungen der alten Christen», Altona 1825, p. 9) believes he can trace the letter down to the time of Diocletian; but this is not generally admitted. The letter of Lentulus is certainly apocryphal: there never was a Governor of Jerusalem; no Procurator of Judea is known to have been called Lentulus, a Roman governor would not have addressed the Senate, but the emperor, a Roman writer would not have employed the expressions, «prophet of truth», «sons of men», «Jesus Christ». The former two are Hebrew idioms, the third is taken from the New Testament. The letter, therefore, shows us a description of our Lord such as Christian piety conceived him


ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ WIKIPEDIA
Publius Lentulus is a fictitious person, said to have been Governor of Judea before Pontius, and to have written the a letter to the Roman Senate, concerning Jesus.
The letter of Lentulus is certainly apocryphal: there never was a Governor of Jerusalem; no Procurator of Judea is known to have been called Lentulus, a Roman governor would not have addressed the Senate in the way represented, but the emperor; a Roman writer would not have employed the expressions, «prophet of truth», «sons of men», «Jesus Christ». The former two are Hebrew idioms, the third is taken from the New Testament. The letter, therefore, shows us a description of our Lord such as Christian piety conceived him.
The purported letter reads, in translation:
«Lentulus, the Governor of the Jerusalemites to the Roman Senate and People, greetings. There has appeared in our times, and there still lives, a man of great power (virtue), called Jesus Christ. The people call him prophet of truth; his disciples, son of God. He raises the dead, and heals infirmities. He is a man of medium size (statura procerus, mediocris et spectabilis); he has a venerable aspect, and his beholders can both fear and love him. His hair is of the colour of the ripe hazel-nut, straight down to the ears, but below the ears wavy and curled, with a bluish and bright reflection, flowing over his shoulders. It is parted in two on the top of the head, after the pattern of the Nazarenes. His brow is smooth and vary cheerful with a face without wrinkle or spot, embellished by a slightly reddish complexion. His nose and mouth are faultless. His beard is abundant, of the colour of his hair, not long, but divided at the chin. His aspect is simple and mature, his eyes are changeable and bright. He is terrible in his reprimands, sweet and amiable in his admonitions, cheerful without loss of gravity. He was never known to laugh, but often to weep. His stature is straight, his hands and arms beautiful to behold. His conversation is grave, infrequent, and modest. He is the most beautiful among the children of men».
Different manuscripts vary from the foregoing text in several details: Ernst von Dobschűtz («Christusbilder», Leipzig, 1899) enumerates the manuscripts and gives an «apparatus criticus».
The letter was first printed in the «Life of Christ» by Ludolph the Carthusian (Cologne, 1474), and in the «Introduction to the works of St. Anselm» (Nuremberg, 1491). But it is neither the work of St. Anselm nor of Ludolph. According to the manuscript of Jena, a certain Giacomo Colonna found the letter in 1421 in an ancient Roman document sent to Rome from Constantinople. It must be of Greek origin, and translated into Latin during the thirteenth or fourteenth century, though it received its present form at the hands of a humanist of the fifteenth or sixteenth century.
The description agrees with the so-called Abgar picture of our Lord; it also agrees with the portrait of Jesus Christ drawn by Nicephorus, St. John Damascene, and the Book of Painters (of Mt. Athos). Munter («Die Sinnbilder und Kunstvorstellungen der alten Christen», Altona 1825, p. 9) believes he can trace the letter down to the time of Diocletian; but this is not generally admitted.
This article incorporates text from the public-domain Catholic Encyclopedia.


ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΙΝΟΣ ΚΑΛΟΥΜΕΝΟΥ ΥΠΕΡΙΩΝΟΣ
Έμεινα έκπληκτος από το γεγονός ότι αρκετοί θεωρείτε τον λεγόμενο Χριστό σαν ιστορικά υπαρκτό πρόσωπο.
Αδιανόητο. Θα καταλάβαινα να ασχολείσθε με την άλφα ή βήτα θέση της Χριστιανικής Κοσμοθεωρίας, αλλά να ασχολείσθε και με τον λεγόμενο Χριστό; Έτσι, λοιπόν αποφάσισα να σας αναφέρω ιστορικά στοιχεία (βεβαίως εν συντομία) σχετικά με το θέμα που σας ενδιαφέρει.
- Επειδή έχω βαρεθεί να ακούω συζητήσεις επί συζητήσεων, να διαβάζω κείμενα επί κειμένων για το «αν ο Χριστός ήταν ή όχι Έλληνας», «τι γνώμη είχε ο Χριστός για τους Έλληνες», «ποια η παιδική ζωή του Χριστού», «τα είχε ή όχι ο Χριστός με την Μαγδαληνή»; κοκ.
- Επειδή, σε λίγο κάποιοι θα αναρωτιούνται για το «τι είδους ρούχα φορούσε ο Χριστός», «τι φαγητά του άρεζαν» και «με ποιον τρόπο μετακινείτο από πόλη σε πόλη ο Χριστός»; Με τα πόδια, με γαϊδουράκι, με διαστημικό όχημα ή μήπως «έμπαινε» στο αιθερικό πεδίο και πεταγόταν μέχρι την Ινδία για πρωινό καφέ κι επέστρεφε στην Παλαιστίνη για μεσημεριανό;
- Επειδή, τέλος, στον Γολγοθά δεν σταυρώθηκε κάποιος θεός, αλλά η Λογική: «Ο Ένας και Μοναδικός Θεός (πατέρας) έστειλε τον Ένα και Μοναδικό Θεό (υιό) να σταυρωθεί για ηθική αυτουργία του Ενός και Μοναδικού Θεού (πατέρα) στην διάπραξη αμαρτημάτων».
Αποφάσισα να ασχοληθώ με την ιστορική ύπαρξη του προσώπου που ονομάζουμε σήμερα «Ιησού Χριστό», καθώς η οποιαδήποτε έρευνα για τον λεγόμενο Χριστό έχει κάποιο νόημα, εφόσον αφορά την ιστορική του ύπαρξη ή όχι. Και αυτό επειδή η ίδια η Εκκλησία δίνει βαρύτητα στο θέμα. Αν δεν έδινε δεν θα είχε κάποιο νόημα ούτε αυτού του είδους η έρευνα.
Προσωπικά, ως Έλλην Εθνικός δεν χρειάζεται να προσπαθήσω ιδιαιτέρως για να κατανοήσω ότι όλοι οι θεοί, Έλληνες και αλλογενείς, δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι ή καλύτερα - με δεδομένη τη μακροχρόνια πορεία θέωσης - αν υπήρξαν άνθρωποι, δεν υπήρξαν στην σύγχρονη (τελευταία) ανθρώπινη εποχή.
Η Ιστορία, βεβαίως, έχει απαντήσει σ' αυτό το ερώτημα εδώ κι αρκετά χρόνια με τρόπο κατηγορηματικό: Πρόσωπο με το όνομα Ιησούς Χριστός ή Ιησούς Ναζωραίος ή ..... ή ..... ή ..... ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ.
Ας εξετάσουμε, εν συντομία, τις αποδείξεις του παραπάνω κατηγορηματικού συμπεράσματος, σύμφωνα με τις αρχές που ακολουθεί η Ιστορία ως επιστήμη:
1. Πηγή σύγχρονη.
2. Πηγή αυτόπτης.
3. Πηγή ανεξάρτητη.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι αναζητείται η ιστορική ύπαρξη του προσώπου με το προσωνύμιο «Χριστός» και όχι η ιστορική ύπαρξη των οπαδών αυτού, δηλαδή των Χριστιανών.
Κατά την εποχή που λέγεται ότι έδρασε ο λεγόμενος Χριστός υπήρχε μια μεγάλη ομάδα γνωστών κι αξιόλογων ιστορικών (42) που τα έργα τους γεμίζουν αρκετές βιβλιοθήκες (παραθέτω τα ονόματά τους στα αγγλικά, καθώς η βιβλιογραφία μου είναι στα αγγλικά):
1. Apollonius
2. Appian
3. Appion of Alexandria
4. Arrian
5. Aulus Gellius
6. Columella
7. Damis
8. Dio Chrysostome
9. Dion Pruseus
10. Epictetus
11. Favorinus
12. Florus Lucius
13. Hermogones
14. Josephus
15. Justus of Tiberius
16. Juvenal
17. Lucanus
18. Lucian
19. Lysias
20. Martial
21. Paterculus
22. Pausanias
23. Persius
24. Petronius
25. Phaedrus
26. Philo-Judζus
27. Phlegon
28. Pliny Elder
29. Pliny Younger
30. Plutarch
31. Pomponius Mela
32. Ptolemy
33. Quintilian
34. Quintius Curtius
35. Seneca
36. Silius Italicus
37. Statius
38. Suetonius
39. Tacitus
40. Theon of Smyrna
41.Valerius Flaccus
42.Valerius Maximus

Αναφορά στον λεγόμενο Χριστό βρίσκουμε μόνον σε τρεις από τους παραπάνω ιστορικούς και ιδιαιτέρως περιορισμένη. Επιπλέον, αυτές τις τρεις αναφορές, δύο είναι πλαστές και μία δεν αναφέρεται σ' αυτόν.

Αναλυτικά:
Φλάβιος Ιώσηπος
Ο εβραίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (Josephus) έζησε από το 38 - 107 μαχχ (μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) κι έγραψε δύο σημαντικά έργα: «Περί του Ιουδαϊκού πολέμου» και «Ιουδαϊκή Αρχαιότητα». Στο δεύτερο έργο του, (βιβλίο 18, κεφ. 3), ο Ιησούς αναφέρεται σε μία μόνο παράγραφο ως εξής:
«Περίπου εκείνη την εποχή ζούσε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν κάποιος μπορεί να τον πει άνθρωπο, καθώς είχε πετύχει θαυμαστά κατορθώματα και ήταν ο δάσκαλος πολλών ανθρώπων που διψούσαν για καινοτομίες. Πήρε με το μέρος του πολλούς από τους Εβραίους, αλλά και πολλούς από τους Έλληνες. Ήταν ο Μεσσίας. Όταν ο Πιλάτος τον καταδίκασε στον σταυρό, μετά από κατηγορία των αρχών μας (των Ιουδαίων), αυτοί που τον αγάπησαν από την αρχή δεν σταμάτησαν να είναι προσκολλημένοι σ' αυτόν. Την τρίτη ημέρα εμφανίσθηκε σ' αυτούς επανερχόμενος στη ζωή, καθώς οι ιερές προφητείες είχαν προείπει γι' αυτόν και για μυριάδες άλλα θαυμαστά πράγματα που αφορούσαν αυτόν. Και η φυλή (ομάδα) των Χριστιανών, όπως ονομάσθηκαν μετά απ' αυτόν, δεν έχει εξαφανισθεί μέχρι σήμερα».
Ωστόσο, η παραπάνω παράγραφος θεωρείται ως μεταγενενέστερη προσθήκη που έγινε κατά την αντιγραφή του έργου του, επειδή:
1. Η παραπάνω παράγραφος είναι άγνωστη (δεν αναφέρεται) από κανέναν χριστιανό απολογητή του 2ου αιώνα μαχχ (Τερτυλλιανός, Ωριγένη, Ιουστίνος), ενώ αναφέρεται για πρώτη φορά από τον χριστιανό απολογητή, πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας, Ευσέβιο Καισαρείας τον 3ο αιώνα μαχχ. Έτσι, η «παρεμβολή» αυτής της παραγράφου τοποθετείται μεταξύ 2ου - 3ου αιώνα μαχχ.
2. Ο χριστιανός απολογητής Ωριγένης αναφέρει ότι ο Φλάβιος Ιώσηπος ΔΕΝ αναγνώριζε τον Ιησού σαν Μεσσία, αν και στην εξεταζόμενη παράγραφο υπάρχει η φράση «Ήταν ο Μεσσίας» («Κατά Κέλσου», Ι,47)
3. Ο Ιώσηπος ήταν περιγραφικότατος για τις υπόλοιπες και μάλιστα ασήμαντες προσωπικότητες της εποχής που περιγράφει στο έργο του και για τον λεγόμενο Ιησού αφιερώνει μία μόνον παράγραφο.
4. Ο Ιώσηπος ήταν φαρισαίος. Ένας φαρισαίος δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρίσει σ' έναν άνθρωπο, που καταδικάσθηκε για παράβαση του Μωσαϊκού Νόμου, τον Μεσσία.
5. Η θέση της παραγράφου στο κείμενο δεν είναι σίγουρη. Ο Ευσέβιος Καισαρείας («Εκκλησιαστική Ιστορία», ΙΙ, vi) την τοποθετεί πριν τις σημειώσεις του Ιώσηπου που αφορούν τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ σήμερα αυτή η παράγραφος είναι μετά απ' αυτές τις σημειώσεις.
Μία δεύτερη παράγραφος (και τελευταία) που υπάρχει στο ίδιο έργο του Ιώσηπου και μπορεί να σχετίζεται με το θέμα, (βιβλίο 20, κεφ. είναι:
«..... έτσι αυτός (ο Άννας, γιος του Άννα του ανώτατου ιερέα) κάλεσε το δικαστήριο των Σανχεντρίν και έφερε ενώπιον του τον αδελφό του Ιησού, που λεγόταν Χριστός και του οποίου το όνομα ήταν Ιάκωβος και μερικούς άλλους (ή κάποιους από τους συντρόφους του) και όταν κατασκεύασε κάποια κατηγορία εναντίον τους, του παρέδωσε προς λιθοβολισμό».
Και αυτή η παράγραφος θεωρείται ως μεταγενέστερη προσθήκη - αλλά πολύ πιο πριν από την πρώτη παράγραφο, καθώς σ' αυτήν αναφέρεται ο Ωριγένης, ενώ στην πρώτη και σημαντικότερη όχι - επειδή:
1. Δεν αναφέρονται τα ονόματα των υπολοίπων που υποτίθεται εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο (θυμηθείτε ότι ο Ιώσηπος είναι λεπτομερέστατος στο έργο του). Γενικά η παράγραφος δείχνει να είναι «γραμμένη στο πόδι και φευγαλέα».
2. Από μόνη της, η παράγραφος δεν στέκεται, καθώς η ιστορική αναφορά σ' ένα σημαντικό πρόσωπο είναι πάντοτε ευθεία κι όχι έμμεση. Φαντασθείτε για παράδειγμα, ένας ιστορικός να έκανε αναφορά όχι άμεσα στον Ναπολέοντα, αλλά έμμεσα μέσω της Ιωσηφίνας. Έτσι, η απόρριψη της πρώτης παραγράφου, οδηγεί αναγκαστικά και στην απόρριψη αυτής.
Κορνήλιος Τάκιτος
Η επόμενη αναφορά γίνεται στα «Χρονικά» (15.44) του Ρωμαίου ιστορικού Κορνήλιου Τάκιτου (55-120 μαχχ):
«..... το όνομά τους (των χριστιανών) προέκυψε από τον Χριστό, ο οποίος επί βασιλείας Τιβέριου, θανατώθηκε με καταδικαστική απόφαση του Έπαρχου Πόντιου Πιλάτου».
Ο Τάκιτος συνέγραφε τα χρονικά του ανατρέχοντας στα ρωμαϊκά αρχεία. Έτσι, αυτή η παράγραφος θεωρείται ως μεταγενέστερη προσθήκη, επειδή:
1. Στα ρωμαϊκά αρχεία, αν αναφερόταν ο λεγόμενος Χριστός, αποκλείεται να αναφερόταν σαν Χριστός, τίτλο που του έδωσαν οι οπαδοί του, αλλά θα αναφερόταν με το όνομά του.
2. Επίσης στα ρωμαϊκά αρχεία, ο Πόντιος Πιλάτος θα εμφανιζόταν με το αξίωμα που πράγματι είχε «Νομάρχης» και όχι μ' ένα αξίωμα που δεν είχε «Έπαρχος».
Σουιτώνιους
Τρίτη και τελευταία αξιόλογη αναφορά ανευρίσκεται στον Σουιτώνιο στο έργο «Οι ζωές των Καισάρων», στο βιβλίο «Κλαύδιος» (5.25.4):
«Από τη στιγμή που οι Εβραίοι, σε σταθερή βάση, δημιουργούσαν ταραχές προκαλούμενος από τον Χρήστο (ο Κλαύδιος το 49 μαχχ) τους έδιωξε από την Ρώμη».
Η παράγραφος αυτή είναι γνήσια, αλλά δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη του λεγόμενου Χριστού, επειδή:
1. Ο Σουιτώνιος αναφέρεται σε κάποιον Χρήστο και όχι Χριστό, υπονοώντας ότι υπήρχε κάποιος ονόματι Χρήστος που ξεσήκωνε τους Εβραίους στη Ρώμη.
2. Αν και ο Σουιτώνιος αναφέρεται σε Εβραίους, ωστόσο ακόμα και να αναφέρεται στους Χριστιανούς της Ρώμης, αυτό δεν αποτελεί απόδειξη της ύπαρξης του λεγόμενου Χριστού. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν χριστιανοί στη Ρώμη.
Οι υπόλοιπες αναφορές, που ακολουθούν, δεν θεωρούνται αξιόλογες, ωστόσο τις αναφέρω προς ενημέρωση:
1. Thallus. Ο Thallus, ένας απελεύθερος Σαμαρείτης επί Αυτοκράτορος Τιβέριου έγραψε την Ιστορία της Ελλάδος και της Ασίας περί το 52 μαχχ. Σ' αυτό το έργο του αναφέρει και μια έκλειψη ηλίου. Το έργο του δεν έχει διασωθεί. Το 221 μαχχ, ένας Χριστιανός συγγραφέας, ο Sextus Julius Africanus έγραψε ότι «ο Thallus στο τρίτο του βιβλίο εξήγησε το σκοτάδι (μετά την σταύρωση του Ιησού) σαν μια έκλειψη ηλίου». Δεν αναφέρει το όνομα του λεγόμενου Ιησού και ταυτόχρονα δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης, ούτε ανεξάρτητη πηγή.
2. Μία Σύρια, η Mara Bar - Serapion, έγραψε περίπου το 73 μαχχ: «Τι κέρδισαν οι Εβραίοι σταυρώνοντας τον σοφό βασιλιά τους; ... Έζησε σύμφωνα με την διδασκαλία του». Δεν αναφέρει το όνομα του λεγόμενου Ιησού και ταυτόχρονα δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης πηγή.
3. Ο Gaius Plinius Caecilius Secundus (Pliny the Younger) έγραψε το 112 μαχχ, ότι οι Χριστιανοί τραγουδούσαν «έναν ύμνο στο Χριστό σαν σε θεό». Δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης πηγή.
4. Ο Lucian έγραψε το 175 μαχχ για «τον άνδρα που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη, επειδή παρουσίασε μια νέα λατρεία στον κόσμο». Δεν αναφέρει το όνομα του λεγόμενου Ιησού και ταυτόχρονα δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης πηγή
5. Ταλμούδ. Πέρα από το γεγονός ότι τόσο το Παλαιστινιακό, όσο και το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ άρχισαν να γράφονται μετά τον 2ο αιώνα μαχχ και ολοκληρώθηκαν μέχρι τον 6ο αιώνα μαχχ, τα ονόματα Jeshu, που βρίσκουμε σ' αυτά αναφέρονται ως Ben Pandera και Ben Stada και αντιστοιχούν στον Janneus, τον Σαδδουκαίο βασιλιά της Ιουδαίας, που βασίλευσε μεταξύ 106 - 79 παχχ και στον Simeon ben Shetach, που έζησε το 90 παχχ. Τα Ταλμούδ δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης πηγή και ελάχιστη σχέση μπορεί να έχουν με τον υποτιθέμενο Χριστό (πάντως η αγωνία των Χριστιανών να αποδείξουν την ύπαρξη του λεγόμενου Χριστού είναι αξιοσημείωτη, καθώς καταφεύγουν ακόμα και σε γραπτά των «αγαπημένων» τους Εβραίων).
Τέλος, στην Ιστορία αναφέρεται και αριθμός φανταστικών αποδείξεων της ύπαρξης του λεγόμενου Χριστού με προεξέχουσα αυτήν του Publius Lentulus. Πρόκειται για τον σικέ διοικητή της Ιουδαίας προ Πόντιου Πιλάτου, ο οποίος σε επιστολή στην Σύγκλητο περιέγραφε ακόμα και τα σωματικά χαρακτηριστικά του λεγόμενου Χριστού! Μία «απόδειξη» που κατάφερε να βγάλει «έξω από τα ρούχα της» ακόμα και την Καθολική Εκκλησία! Έτσι, και το σχετικό «κράξιμο» στην Καθολική Εγκυκλοπαίδεια (http://www.newadvent.org/cathen/09154a.htm):
«Ο Πούμπλιος Λέντουλος είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, που λέγεται ότι υπήρξε κυβερνήτης της Ιουδαίας πριν από τον Πόντιο, και ότι είχε απευθύνει την ακόλουθη επιστολή στην ρωμαϊκή Σύγκλητο...»

Υπερίων

Η δουλεία

του Στ. Γ. Φραγκόπουλου, Δρ.Μηχ., Καθηγητή ΤΕΙ Αθήνας

Η δουλεία - σύντομη ιστορική αναδρομή
Η δουλεία ήταν σ' όλες τις κοινωνίες της αρχαιότητας αναγνωρισμένο και αποδεκτό καθεστώς. Οι δούλοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα, όπως να διαθέτουν περιουσία, να δημιουργήσουν οικογένεια, να συνάπτουν δικαιοπραξίες κτλ., θεωρούνταν περίπου «ομιλούντα εργαλεία» και είχαν κατά κανόνα μικρότερη αξία από κατοικίδια ζώα. Στην κατάσταση του δούλου περιέπιπτε κάποιος ως σκλάβος κατόπιν αιχμαλωσίας σε πόλεμο, αρπαγής σε επιδρομές ή πειρατείες, πώλησης από τους γονείς ή άλλους συγγενείς, καταδίκης λόγω σοβαρών εγκλημάτων, αδυναμίας αποπληρωμής χρεών, αλλά και ως απόγονος δούλων γονέων. Στη Μεσοποταμία, τις Ινδίες και την Κίνα χρησιμοποιούνταν δούλοι σε οικιακές και σε παραγωγικές εργασίες, στους αγρούς και τις οικοδομές, αλλά και στο στρατό. Στην Ασσυρία και τη Βαβυλωνία η δουλεία ήταν πολύ σκληρή και οι δούλοι προέρχονταν γενικά από τους αιχμαλώτους πολέμου. Αντίθετα, ο Κύρος Β' της Περσίας (580 - 529 π.Χ.) προώθησε την επανεγκατάσταση σκλάβων στον τόπο τους, επέτρεψε τη λατρεία των πατρώων θεών και την ανοικοδόμηση των πόλεών τους. Έτσι επέστρεψαν οι Ιουδαίοι στα εδάφη τους από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας. Οι Φοίνικες, όπως πληροφορούμαστε από την ιστορία της απαγωγής του Εύμαιου στην Οδύσσεια, ήταν διάσημοι πειρατές που αιχμαλώτιζαν ανθρώπους και τους πουλούσαν σε σκλαβοπάζαρα της εποχής. Στην αρχαία Αίγυπτο χρησιμοποιήθηκαν πολλές χιλιάδες σκλάβοι από πολεμικές αιχμαλωσίες στα λατομεία, στα μεταλλεία, στα βασιλικά κτήματα και για την κατασκευή των εντυπωσιακών ανακτόρων και των πυραμίδων των Φαραώ. Οι Ισραηλίτες είχαν επίσης δούλους, ήταν όμως υποχρεωμένοι να ελευθερώσουν μετά από ορισμένο χρόνο τους ομόθρησκους εξ αυτών (7-15 χρόνια). Στην Παλαιά Διαθήκη, «Έξοδος» (Κεφ. 21), αναφέρεται σαφώς ότι ο δούλος μπορεί να δαρθεί ανηλεώς αρκεί να μην πεθάνει και στερηθεί των υπηρεσιών του ο αφέντης του, καθώς επίσης ότι ο αφέντης μπορεί να πουλήσει την κόρη του ως δούλη. Στη «Γένεση» (16) και το «Λευιτικό» (Κεφ. 19) συζητιέται ανενδοίαστα η σεξουαλική αξιοποίηση των δούλων, καθώς επίσης (Κεφ. 25) η αγορά δούλων από γειτονικά κράτη. Υπήρχε επίσης η κατηγορία των μισθωτών υπηρετών που είχαν ανώτερη κοινωνική θέση από τους δούλους. Σ' αυτούς περιλαμβανόταν η ειδική τάξη των ξένων υπηρετών που μερικές φορές γίνονταν δεκτοί, αν και όχι με πλήρη δικαιώματα, στις εβραϊκές φυλές.

Ελληνορωμαϊκός κόσμος
Ο Ηρόδοτος (6,137) αναφέρει πως η δουλεία ήταν παλαιότερα άγνωστη στις ελληνικές πόλεις, αλλά διαδόθηκε σταδιακά στην Ελλάδα και υπήρξε μάλιστα περίοδος που οι Έλληνες μεταχειρίζονταν με βαρβαρότητα τους δούλους τους. Στα ομηρικά έπη εμφανίζονται δούλοι, αιχμάλωτοι πολέμου ή αγορασμένοι από πειρατές, μαζί με τα παιδιά τους, ως πιστοί σύμμαχοι του κυρίου τους, που τους μεταχειρίζεται με γενναιοφροσύνη μέσα στην πατριαρχική του οικογένεια. Και δεν φαίνεται να ήταν πολλοί, αν και στην τέταρτη ραψωδία της Ιλιάδας γίνεται ήδη λόγος για μικρούς τεχνίτες ανάμεσα στην οικογένεια και για μερικές υφάντριες που τις διευθύνει μια επιστάτρια. Κατά τον 7o και 6o αιώνα, ο αριθμός των δούλων μεγάλωνε σταδιακά, πρώτα στις μικρασιατικές ελληνικές πόλεις, όπως στη Χίο και στη Μίλητο (όπου ο Ιππώναξ μιλά για Φρύγες δούλους) και ύστερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, ιδίως στην Κόρινθο και στην Αθήνα. Κατά τον 7o αιώνα μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο του ελληνόφωνου χώρου ήταν η Χίος, αργότερα αναφέρεται ότι στη Δήλο πουλούσαν περί τους 1.000 δούλους ημερησίως. Κάπου περιγράφεται επίσης ότι ο Κλεισθένης ο Αθηναίος απένειμε την ιδιότητα του πολίτη σε μερικούς πρώην δούλους. Σίγουρα, ο θεσμός της δουλείας είχε κατά καιρούς στην Ελλάδα διαφορετική αντιμετώπιση. Τελικά απαγορεύτηκε η υποδούλωση για χρέη και πρώτο δείγμα σ’ αυτή την κατεύθυνση έδωσε στην Αθήνα η νομοθεσία του Σόλωνα. Διάφοροι Έλληνες διανοητές ασχολήθηκαν με το θέμα της δουλείας αλλά δεν διαφωνούσαν με την ύπαρξη του θεσμού. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Ξενοφών συμβούλευαν τους κυρίους να συμπεριφέρονται καλά στους δούλους, προς όφελος των δουλοκτητών! Ο Πλάτων αναφέρει πώς θα εκφυλιστεί η κοινωνία, αν κυριαρχήσει η δημοκρατία: «Οι δούλες και οι δούλοι θα απολαμβάνουν την ελευθερία των αφεντικών ... τα ζώα, συνηθισμένα να κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους, θα πέφτουν επάνω σε όσους συναντούν» (Πολιτικός). Στο ίδιο πνεύμα γράφει ο Αριστοτέλης: «... οι μεν είναι από φυσικού τους ελεύθεροι, οι δε από φυσικού τους δούλοι. Κι όσο γι' αυτούς, ωφέλιμο και δίκαιο είναι να μένουν στην κατάσταση του δούλου». Αλλού γίνεται πρόταση να επιβραβεύουν οι δουλοκτήτες με απελευθέρωση, μετά από κάποιο εύλογο χρόνο, τους υπάκουους και εργατικούς δούλους, προφανώς για ενίσχυση του ηθικού των υπολοίπων. Περί το 475 π.Χ. ανέλαβαν δούλοι στην Αθήνα αστυνομικά καθήκοντα, συγκροτώντας μια ομάδα από περίπου 300 τοξότες.
Το 550 π.Χ. κατασκευάστηκε στη Σάμο το «Ευπαλίνειο Υδραγωγείο», ένα όρυγμα άνω των χιλίων μέτρων που διαπερνά το βουνό Κάστρο στο σημερινό Πυθαγόρειο. Για την κατασκευή του ορύγματος που κράτησε περί τα 10 έτη, εργάσθηκαν Λέσβιοι σκλάβοι που είχαν συλληφθεί ως αιχμάλωτοι πολέμου. Εξετάζοντας σήμερα ο επισκέπτης αυτό το σημαντικό τεχνικό έργο της αρχαιότητας, μπορεί να συμπεράνει ότι μάλλον ελάχιστοι από τους σκλάβους που εργάστηκαν για την κατασκευή του υδραγωγείου θα επέζησαν. Οι δούλοι στις ελληνικές πόλεις χωρίζονταν σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με το επάγγελμά τους και τη σχέση τους με τον εργοδότη (π.χ. συγκατοίκηση ή όχι με τον κύριό τους) και ανάλογα με την εργασία που εκτελούσαν. Υπήρχαν π.χ. ·1 οι οικιακοί δούλοι (υπηρέτες), οι οποίοι δούλευαν σε χωράφια και εργαστήρια, ·2 οι χωρίς οικούντες, δηλαδή που δεν συγκατοικούσαν με τον κύριό τους, αλλά εργάζονταν σε κάποιο κατάστημά του και του κατέβαλαν κάποιο ποσό, ·3 τα ανδράποδα μισθοφορούντα που ήταν κωπηλάτες σε στόλο ή εργάτες σε μεταλλεία και συχνά ανήκαν σε κάποιο αφεντικό που τους είχε νοικιάσει σε τρίτο πρόσωπο και ·4 οι δημόσιοι δούλοι, κάτι σαν δημοτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι εργάζονταν ως αστυνομικοί, κλητήρες, γραμματείς, οδοκαθαριστές κλπ. Στο Λαύριο οι δούλοι ανέρχονταν σε 15.000 τον 5o αιώνα. και σε 10.000 τον 4o αιώνα. Οι απελευθερώσεις δούλων στα μεταλλεία ήταν λίγες και κυρίως για να χρησιμοποιηθούν οι απελευθερωμένοι ως επιστάτες των εξορύξεων, λόγω της υψηλής εξειδίκευσης που είχαν αποκτήσει. Η εργασία στα μεταλλεία γινόταν σίγουρα κάτω από πολύ σκληρές ως απάνθρωπες συνθήκες και γι’ αυτό υπήρξαν πολλές εξεγέρσεις των εργατών-δούλων. Η εξέγερση το 413 π.Χ. κατά την διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου είχε ως αποτέλεσμα την παύση της λειτουργίας των μεταλλείων, με σημαντικές οικονομικές και στρατιωτικές επιπτώσεις. Στη Σπάρτη δούλοι ήταν οι Είλωτες, απόγονοι παλαιών κατοίκων της χώρας, η οποία κατακτήθηκε από τους νέους κυρίους. Επρόκειτο δηλαδή για σχέση υπόδουλων προς κατακτητές. Λόγω του σημαντικά μεγαλύτερου αριθμού των Ειλώτων από αυτόν των πολιτών και εξ αιτίας του φόβου εξεγέρσεων, η σπαρτιατική εξουσία τούς αντιμετώπιζε βίαια. Αναφέρεται δε ότι ήταν έθιμο να σφραγίζεται το πέρασμα του έφηβου πολίτη στην ανδρική ηλικία με το φόνο ενός ή περισσότερων Ειλώτων. Ανάλογες περιπτώσεις με τους Είλωτες ήταν οι Πενέστες στη Θεσσαλία, οι Μινωίτες στην Κρήτη και αλλού.

Μεταφορά δούλων από Αφρική
Στη Ρώμη η δουλοκτησία πήρε σταδιακά διαφορετική μορφή από εκείνη στην Ελλάδα. Κάθε ρωμαϊκή οικογένεια είχε τουλάχιστον ένα δούλο στις υπηρεσίες της, πλούσιες οικογένειες είχαν συνήθως μερικές εκατοντάδες. Οι ενασχολήσεις των Ρωμαίων της ηγετικής τάξης με τις πολιτικές και στρατιωτικές υποθέσεις, οδήγησε στην ανάγκη απασχόλησης τεράστιου αριθμού δούλων, οι οποίοι τοποθετούνταν για εργασία και άλλες υπηρεσίες και εντάσσονταν σε ιεραρχικές δομές. Υπήρχαν επιστάτες, επόπτες, βοηθοί, υπεύθυνοι τομέων ή περιοχών, απλοί εργάτες κλπ., όλοι δούλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Οι δούλοι της Ρώμης και των υπολοίπων πόλεων προέρχονταν κατά δεκάδες χιλιάδες από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, Βρετανία, Ελλάδα, Αίγυπτο, Λιβύη, Συρία, Ιβηρική, Γαλατία, αλλά και από άλλες χώρες της Αφρικής και της Ασίας, από τις οποίες τους μετέφεραν δουλέμποροι και τους προσέφεραν προς πώληση. Στα σκλαβοπάζαρα της Ρώμης υπήρχε μεγάλη προσφορά ανθρώπων κάθε φυλής και για όλες τις δουλειές, από βαριές χειρονακτικές, μέχρι καλλιτεχνικές, για μουσικές εκτελέσεις και πνευματικές, για μετάφραση φιλοσοφικών κειμένων. Μορφωμένοι δούλοι εκπροσωπούσαν τους συχνά αναλφάβητους κυρίους τους σε διαπραγματεύσεις για εμπορικές δοσοληψίες κλπ. Πολύ σύνηθες ήταν επίσης να συνάπτουν ερωτικές σχέσεις κύριοι και κυρίες με δούλους και δούλες. Στη ρωμαϊκή και στη μεταγενέστερη ιστορία αναφέρονται συχνά απόγονοι, των οποίων ένας γονέας ήταν δούλος. Μερικοί από αυτούς αναγνωρίζονταν ως νόμιμα παιδιά, συνήθως όμως παραδίδονταν προς πώληση σε δουλεμπόρους. Οι κυρίες της ρωμαϊκής κοινωνίας είχαν κατά κύριο λόγο δούλες για την προσωπική περιποίησή τους, την καθαριότητα, το μαγείρεμα κλπ. Για τους δούλους της Ρώμης προβλέπονταν ειδικά ενδύματα, τα οποία τους διαφοροποιούσαν από τους υπόλοιπους πολίτες και δυσκόλευαν τη διαφυγή τους. Οι περισσότεροι από αυτούς παρέμεναν διαρκώς αλυσοδεμένοι, είτε εργάζονταν στους αγρούς, είτε διανυκτέρευαν σε υπόγεια και παράγκες. Η συμπεριφορά της εξουσίας και των κυρίων προς τους δούλους ήταν συνηθέστατα εξευτελιστική. Ο Ρωμαίος κύριος είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου για κάθε δούλο που βρισκόταν στις υπηρεσίες του. Για επουσιώδη παραπτώματα επιβάλλονταν ποινές ραβδισμού, μαστιγώματος, πρόκλησης εγκαυμάτων με πυρακτωμένα εργαλεία κ.ά. Για «βαρύτερα» παραπτώματα, όπως τα αντιλαμβάνονταν οι κύριοί τους, οι δούλοι εκτελούνταν με πνιγμό, έκθεση τους σε άγρια θηρία στον ιππόδρομο και με σταύρωση. Κατά μήκος της οδού μεταξύ Καπούας και Ρώμης σταύρωναν επαγγελματίες δήμιοι εκατοντάδες «απείθαρχους» δούλους. Στις ρωμαϊκές λεγεώνες υπηρετούσαν μόνο πολίτες, όταν όμως κάποια εποχή, επί Τραϊανού, ανακαλύφθηκε ότι είχαν ενταχθεί και δούλοι στο σώμα, ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή, όχι να απολυθούν και να επανέλθουν σε αγροτικές και άλλες εργασίες, αλλά να θανατωθούν. Μεσαίωνας Με τη σταδιακή διάδοση του χριστιανισμού στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, άρχισε να δημιουργείται ελπίδα για βελτίωση της ζωής των δούλων, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να προσχωρήσουν στη νέα θρησκεία. Η δουλεία δεν καταδικάστηκε όμως ποτέ ως θεσμός από τους αποστόλους και τους πατέρες της εκκλησίας. Ήδη ο Παύλος γράφει σε επιστολές του: ·1 «Οι δούλοι να υπακούετε στους κατά σάρκα κυρίους μετά φόβου και τρόμου με την απλότητα της καρδιάς σας, σαν να υπακούετε στον Χριστό, όχι για τα μάτια, σαν να θέλετε να αρέσετε στους ανθρώπους, αλλά ως δούλοι, κάνοντας το θέλημα του Θεού με την ψυχή σας» (προς Εφεσίους 6/5,6). ·2 «Όσοι είναι δούλοι κάτω από το ζυγό, τους δεσπότες τους να θεωρούν άξιους κάθε τιμής για να μην βλασφημείται η διδασκαλία και το όνομα του Θεού. Αυτοί δε που έχουν πιστούς (δηλ. χριστιανούς) δεσπότες να μην τους καταφρονούν, διότι είναι αδελφοί, αλλά περισσότερο να δουλεύουν, διότι είναι πιστοί και αγαπητοί αυτοί που αντιλαμβάνονται την ευεργεσία». (προς Τιμόθεον Α 6/1,2). ·3 «Οι δούλοι να υποτάσσονται στους δεσπότες τους, να είναι ευάρεστοι, να μην αντιλέγουν, να μην τους εγκαταλείπουν, αλλά πίστη να δείχνουν αγαθή για να κοσμούν έτσι την διδασκαλία του σωτήρος ημών Θεού» (προς Τίτον 2/9,10). ·4 «Οι δούλοι της οικίας να υποτάσσονται με κάθε φόβο στους δεσπότες τους, όχι μόνο στους καλούς κι επιεικείς, αλλά και στους διεστραμμένους» (προς Πέτρο Α 2/18). Αλλά και σε άλλα βιβλικά κείμενα επιτάσσεται η υπακοή των δούλων στους κυρίους τους.
Η χριστιανική ιστοριογραφία ισχυρίζεται ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (Constantinus Flavius Valerius Aurelius, 272-337) χαλάρωσε την καταπίεση των δούλων, συνεχίζοντας μια φιλελευθεροποίηση που είχε αρχίσει στα αυτοκρατορικά χρόνια της Ρώμης (Αδριανός). Τα γεγονότα δείχνουν όμως ότι η νομοθεσία του Κωνσταντίνου διατήρησε τη δουλεία και προέβλεπε αυστηρές ποινές για όσους διέφευγαν και αναζητούσαν την ελευθερία τους, ενώ παράλληλα ελάφρυνε τη θέση των αφεντικών που σκότωναν δούλους: ·1 Ενώ η νομοθεσία του Διοκλητιανού απαγόρευε σε γονείς να πουλάνε δούλους τα παιδιά τους, ο Κωνσταντίνος το επέτρεπε, ·2 Το δούλο που δραπέτευε και κατέφευγε στους «βαρβάρους» τον περίμενε, εφόσον συλλαμβανόταν πάλι, καταρχάς η θανατική ποινή, αλλά αν είχε σοβαρές δικαιολογίες για την πράξη του, καταδικαζόταν σε ακρωτηριασμό ενός ποδιού ή σε ισόβια κάτεργα στα μεταλλεία, ·3 Ο δούλος που κατήγγειλε τον κύριό του για παραπτώματα (με εξαίρεση την εσχάτη προδοσία και τη φοροδιαφυγή) καταδικαζόταν σε θάνατο χωρίς δίκη και εξέταση μαρτύρων. ·4 Σε διάταγμα του έτους 319 προς το διοικητή της Ρώμης Βάσσο γράφει ο Κωνσταντίνος: «Ο Αυτοκράτορας Αύγουστος προς Βάσσο: Αν ένας αφέντης τιμωρήσει το δούλο του με ράβδο και λουρί ή τον έδεσε για να μην διαφύγει, δεν έχει να φοβηθεί ότι διέπραξε κάποιο έγκλημα, ακόμα κι αν πεθάνει (ο δούλος) ...» ·5 Σε ένα επόμενο διάταγμα του έτους 326 γράφει ο Κωνσταντίνος: «Ο Αυτοκράτορας Αύγουστος προς Μαξιμιλιανό Μακρόβιο: Σε κάθε περίπτωση που οι δούλοι πεθάνουν από κτυπήματα του κυρίου τους, δεν είναι ένοχοι (οι κύριοι) γιατί είχαν καλό σκοπό και ήθελαν να νουθετήσουν το δούλο ... Αν λοιπόν ο δούλος πέθανε από τα χτυπήματα, επειδή έτσι το έφερε η μοίρα και η ανάγκη, οι αφέντες δεν πρέπει να φοβούνται ότι θα υποστούν ελέγχους εκ μέρους του κράτους.» Η τοπική σύνοδος του 362 στη Γάγγρας στην Παφλαγονία, στην οποία πήραν μέρος οι πατέρες της εκκλησίας Ευσέβιος, Αιλιανός κ.ά. αναθεμάτισε με τον τρίτο κανόνα όλους εκείνους που προέτρεπαν δούλους να μην υπακούν στα αφεντικά τους και να δραπετεύσουν. Προφανώς θα υπήρχε κύμα ανυπακοής και διαφυγών, το οποίο οι «πατέρες» προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν με «πνευματικές ποινές» («εί τις δούλον, προφάσει θεοσεβείας, διδάσκοι καταφρονείν δεσπότου και αναχωρείν της υπηρεσίας και μη μετ’ ευνοίας και πάσης τιμής τώι εαυτού δεσπότηι εξυπηρετείσθαι, ανάθεμα έστω»). Έτσι, με την αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας και τη συμμαχία του χριστιανικού ιερατείου με την εξουσία, μετατίθεται οριστικά η απελευθέρωση των δούλων στη μετά θάνατον ζωή, αφού η επίγεια ζωή ήταν μόνο μια ευκαιρία για δοκιμασία της πίστης. Σταδιακά απέκτησαν λοιπόν δούλους και οι επίσκοποι, οι εκκλησιαστικές υπηρεσίες και τα μοναστήρια. Ομολογημένη δικαιολογία για την απόκτηση και τη διατήρηση δούλων και δουλοπάροικων από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό ήταν η ανάγκη καλλιέργειας των τεράστιων γεωργικών εκτάσεων που αποκτήθηκαν με κατασχέσεις και δωρεές μέσα σε 1-2 αιώνες! Ο εκκλησιαστικός πατέρας Ιωάννης Χρυσόστομος αποδεχόταν ότι ένας «ελεύθερος άνθρωπος» δεν είναι δυνατόν να μαγειρεύει ο ίδιος για τον εαυτό του και χρειάζεται γι' αυτό δούλους, αλλά «όχι μεγάλο αριθμό!» (Γρ. Μπαϊρακτάρης: «Κοινωνία-Θεσμοί-Οικονομία στο Βυζάντιο», στο «Ιστορία των Ελλήνων», βλέπε βιβλιογραφία)

Εμπόριο δούλων στην Αμερική
Μια ακόμα προσπάθεια ωραιοποίησης στη χριστιανική ιστοριογραφία γίνεται για τον Ιουστινιανό (Justinianus Flavius Petrus Sabbatius, ~482-565), ο οποίος λέγεται ότι ελάφρυνε τη θέση των δούλων υπό την επιρροή της Εκκλησίας. Αν και δεν καταργήθηκε ούτε και τώρα η δουλεία, όπως υποσχόταν αρχικά ο χριστιανισμός, πράγματι κάποιες ρυθμίσεις του Ιουστινιανού ήταν ευνοϊκές για τη ζωή των δούλων, οι οποίοι θανατώνονταν τότε από τα αφεντικά τους ακόμα και για ασήμαντα «παραπτώματα». Ο λόγος γι' αυτή την αλλαγή στη νομοθεσία οφειλόταν στο σταδιακό περιορισμό των δούλων σε οικιακές και άλλες εργασίες (οικοδομές, μεταλλεία κλπ.) και η αξιοποίηση στις αγροτικές εργασίες σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό των δουλοπάροικων (coloni), των «δούλων της γης», όπως αναφέρονται σε ένα νόμο του 393, των οποίων ο αριθμός μεγάλωνε σταδιακά με την επεκτεινόμενη οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Και ακριβώς τη συμπεριφορά των δουλοπάροικων ρύθμιζαν αυτοί οι νόμοι του Ιουστινιανού - με ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο, κατά γενική ομολογία... Από δικαστικές αποφάσεις (Πείρα) φαίνεται ότι ο θεσμός της δουλείας είχε μια αναλαμπή κατά τον 9o και 10o αιώνα και άρχισε να υποχωρεί σταδιακά από τον 11o στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής και πολιτικής παρακμής στο βυζαντινό χώρο. Πάντως στην Κωνσταντινούπολη λειτουργούσε ακόμα αγορά δούλων (Helga Koepstein: «Μερικές παρατηρήσεις για τη νομική κατάσταση των δούλων ...» στο «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 1989», βλέπε βιβλιογραφία). Μέχρι την οριστική πτώση της αυτοκρατορίας, ο θεσμός της δουλείας δεν έπαψε να υφίσταται, ενώ διατηρήθηκε για κάποιο διάστημα σε διάφορες επισκοπές και μετά, οι οποίες διέθεταν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις. Ήδη στο Βυζάντιο παρουσιάζεται ο χαρακτηρισμός «αγιόδουλοι» ('Αγιοι Δούλοι) για πρόσωπα και τοπωνυμίες. πρόκειται για δούλους και δουλοπάροικους που καλλιεργούσαν τα τιμάρια της Εκκλησίας, π.χ. στην Κέρκυρα, όπου διασώζεται ακόμα αυτό το όνομα ως τοπωνύμιο. Σε βυζαντινό αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του 1321 για την περιουσία της μητρόπολης Ιωαννίνων αναφέρεται ότι «...Κατέχει δε ωσαύτως η αυτή αγιωτάτη εκκλησία και Ιουδαίους τρεις, τα τε παιδία του Λαμέρη, του Δαβίδη και του Σαμαρία. » Το 1821 ο ιστοριοδίφης Λαμπρίδης αναφέρει ότι τα παιδιά του Δαβίδη ήταν υποχρεωμένα ακόμα το 19o αιώνα να πηγαίνουν κάθε Παρασκευή στη μητρόπολη για να προσφέρουν υπηρεσίες στο δεσπότη. Δηλαδή για τουλάχιστον 600 χρόνια τα μέλη μιας οικογένειας ήταν υποτακτικοί του εκάστοτε μητροπολίτη, μάλλον αγνοώντας και οι ίδιοι για ποιο λόγο προσέφεραν «παραδοσιακά» αυτές τις υπηρεσίες. Στη Δύση οι εξελίξεις ήταν ανάλογες: ·1 Στη σύνοδο της Ελβίρα (Ισπανία) που πραγματοποιήθηκε περί το έτος 306 εγκρίθηκε ο κανόνας 5, σύμφωνα με τον οποίο, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός επιβάλει «πνευματική ποινή» στην κυρία που θανάτωσε την υπηρέτριά της με ξυλοδαρμό, μόνον όμως εφόσον η υπηρέτρια πεθάνει εντός τριών ημερών. Προφανώς, αν πεθάνει μετά τις 3 ημέρες ή «απλώς» μείνει ανάπηρη η υπηρέτρια, δεν προβλέπεται ούτε καν «πνευματική» ποινή! Αυτός ο κανόνας ενσωματώθηκε περί το 12o αιώνα στο καθολικό εκκλησιαστικό δίκαιο (Corpus iuris canonici) και ισχύει (θεωρητικά) μέχρι σήμερα! ·2 Το έτος 650 υιοθέτησε ο πάπας Μαρτίνος Ι τον τρίτο κανόνα της συνόδου του 362 της Γάγγρας που προαναφέρθηκε. ·3 Το 1655 καθόρισε η σύνοδος του Τολέδο ότι τα παιδιά των (άγαμων) κληρικών γινόντουσαν υποχρεωτικά δούλοι σε μοναστήρια και επισκοπές. ·4 Το έτος 1089 επεκτάθηκε το μέτρο αυτό και στις γυναίκες, με τις οποίες αποκτούσαν οι κληρικοί παιδιά. Για τους ίδιους τους πατέρες-κληρικούς δεν προβλεπόταν καμιά ποινή! ·5 Μια ακόμα από τις πολλές αποφάσεις υπέρ της δουλείας εξεδόθη στην τρίτη σύνοδο του Λατερανού το 1179, με την οποία καταδικάζονταν να γίνουν δούλοι, όσοι «συνεργάζονταν» με τους Σαρακηνούς. Μέχρι περίπου το 10o αιώνα εξελίχθηκε σταδιακά ο θεσμός του κλασικού δούλου σε αυτόν του δουλοπάροικου, ο οποίος μεταβιβαζόταν μαζί με τα κτήματα και τα κτίσματα. Κάποιοι ιστορικοί εκτιμούν ότι κατά το Μεσαίωνα είχαν βελτιωθεί οι συνθήκες ζωής των δούλων σε σχέση με εκείνες της ρωμαϊκής εποχής, αν και η πραγματικότητα δείχνει ότι έγινε μια εξίσωση προς τα κάτω: Μεγάλα τμήματα του λαού εντάχθηκαν για οικονομικούς και άλλους λόγους στην κατηγορία των δουλοπάροικων. Στον ισλαμικό κόσμο γινόταν αποδεκτός ο θεσμός των δούλων, ο προφήτης ζητάει όμως από τους πιστούς να τους συμπεριφέρονται καλά. Κύρια απασχόληση των δούλων στον αραβικό κόσμο ήταν οι οικιακές και άλλες βοηθητικές εργασίες. Στις προκολομβιανές κοινωνίες των Αζτέκων, των Ίνκας και των Μάγιας οι δούλοι ήταν κυρίως αιχμάλωτοι πολέμων, οι οποίοι απασχολούνταν για παραγωγικές εργασίες και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Συχνά επιλέγονταν ανάμεσά τους τα θύματα προς θυσία στους θεούς! Νεότερη εποχή Η ανακάλυψη της ανατολικής ακτής της Αφρικής και η κατάκτηση και αποικιοποίηση της Αμερικής από τους Ευρωπαίους στα τέλη του 15oυ αιώνα οδήγησε σε μια άνθιση του δουλεμπορίου και σε μετακινήσεις πληθυσμών από την Αφρική στην Αμερική για περίπου 3 αιώνες. Κυρίως οι Πορτογάλοι αλλά και οι Ισπανοί κάλυπταν τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό στις νέες χώρες (Αμερική) με μεταφορά Αφρικανών. Το 15o αιώνα πωλητές δούλων από την κεντρική Αφρική σε αγορές της Μέσης Ανατολής και των Ινδιών ήταν Άραβες έμποροι. Οι ίδιοι αυτοί έμποροι διακινούσαν και Ευρωπαίους δούλους που είχαν αιχμαλωτιστεί από πειρατές σε επιδρομές στη νότια Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Στη Λατινική Αμερική υποδουλώθηκαν αρχικά οι ντόπιοι πληθυσμοί από τους Πορτογάλους και τους Ισπανούς. Λόγω της εξαντλητικής εργασίας με ταυτόχρονα βασανιστήρια, επειδή έπρεπε παράλληλα να προσχωρήσουν και στο χριστιανισμό. Αλλά και εξ αιτίας των ασθενειών που μεταφέρθηκαν από την Ευρώπη, οι ιθαγενείς αποδεκατίστηκαν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι, άρχισε η βίαιη εισαγωγή Αφρικανών, των οποίων απόγονοι είναι οι σημερινοί μαύροι κάτοικοι της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής. Κατά το 16o αιώνα αρχίζει να συμμετέχει στο δουλεμπόριο και η Βρετανία, η οποία αμφισβητεί με πολεμικές ενέργειες το «προνόμιο» της Πορτογαλίας να προμηθεύει την Αμερική με δούλους. Αρωγοί των Εγγλέζων σ’ αυτή την προσπάθεια ήρθαν Γάλλοι, Ολλανδοί, Δανοί και οι άποικοι της Βόρειας Αμερικής. Τελικά απέσπασε η Βρετανία το έτος 1713 το αποκλειστικό δικαίωμα να προμηθεύει η εταιρία British South Sea Company την αμερικάνικη ήπειρο με δούλους. Στη Βόρεια Αμερική έφτασαν οι πρώτοι Αφρικανοί δούλοι το έτος 1619 στο Jamestown (Virginia). Η νομική θέση αυτών των ανθρώπων περιγραφόταν ως limited servitude (περιορισμένη δουλεία) και ήταν όμοια με αυτή λευκών και ιθαγενών (ερυθρόδερμων) δούλων. Στα έτη 1641 στο Massachusetts, το 1650 στο Connecticut και το 1661 στη Virginia αποφασίστηκαν οι πρώτοι νόμοι για τη δουλεία που αφορούσαν τη μεταχείριση δούλων που είχαν δραπετεύσει.
Στο δεύτερο μισό του 17oυ αιώνα αναπτύχθηκε στις νότιες επαρχίες της Βόρειας Αμερικής το σύστημα των μεγάλων αγροκτημάτων (φυτείες), το οποίο απαιτούσε τεράστιο αριθμό εργατικών χεριών. Έτσι άρχισε η μαζική εισαγωγή μαύρων δούλων από την Αφρική. Μερικές παράλιες πόλεις των σημερινών ΗΠΑ αναπτύχθηκαν αρχικά ως δουλεμπορικά κέντρα. Στις βόρειες επαρχίες των αγγλικών αποικιών απασχολούνταν οι μαύροι κυρίως στις οικιακές και αγροτικές εργασίες, στις νότιες επαρχίες όμως κυρίως στις φυτείες. Σταδιακά έγινε η παρουσία των (άμισθων) δούλων στις φυτείες οικονομικός παράγων, χωρίς τον οποίο η αγροτική παραγωγή δεν ήταν ανταγωνιστική. Έτσι, την εποχή του πολέμου της αμερικάνικης ανεξαρτησίας (1776-1783) οι μαύροι είχαν μετατραπεί με ειδικούς σκληρούς νόμους σε δούλους με πλήρη εξάρτηση από τον κύριό τους, για τους οποίους αυτός είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου - μια επιστροφή στις συνθήκες της αρχαίας Ρώμης.
Στα τέλη του 18oυ αιώνα εκτελούσαν τα εγγλέζικα εμπορικά πλοία ταξίδια για την κάλυψη του λεγόμενου «τριγωνικού εμπορίου»: μετέφεραν από τα βρετανικά λιμάνια, κυρίως το Λίβερπουλ, μέταλλα, υφάσματα και όπλα στη βάση του Cape Coast στη σημερινή Γκάνα της Δυτικής Αφρικής. Από εκεί παραλάμβαναν νεαρούς νέγρους, τους οποίους στοίβαζαν στα αμπάρια του πλοίου και τους παρέδιδαν, όσους επιζούσαν, σε δουλεμπόρους στα νησιά της Καραϊβικής. Επιστρέφοντας δε πάλι στα βρετανικά λιμάνια μετέφεραν ζάχαρη, καπνό κ.ά. Εκτιμάται ότι στα πλαίσια αυτού του τριγωνικού εμπορίου μεταφέρθηκαν περί τα 13 εκατομμύρια Αφρικανοί στην αμερικάνικη ήπειρο. Κάποια υποτυπώδη δικαιώματα των δούλων της Αμερικής που προέβλεπαν αυτοί οι νόμοι, π.χ. ιατρική περίθαλψη στο γήρας, αν έφταναν ποτέ σε τέτοια ηλικία, δυνατότητα επιλογής δικηγόρου, αλλά και το δικαίωμα για χριστιανική κατήχηση, ήταν στην πραγματικότητα κενό γράμμα. Αυτό που διαφοροποιούσε τους μαύρους του 18ου αιώνα στον αμερικάνικο Νότο από τους αρχαίους δούλους ήταν το δικαίωμα να δημιουργούν οικογένεια και να διαθέτουν ιδιωτική περιουσία, πάντα όμως με τη σύμφωνη γνώμη του κυρίου τους. Η ζωή των μαύρων στον αμερικάνικο Νότο περιγράφεται, εκτός από χρονικογράφους της εποχής και από πολλούς λογοτέχνες (Harriet Beecher Stowe: Η καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά, 1852), οι οποίοι μετέφεραν σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο (τότε περίπου η Ευρώπη), ιδίως κατά το 19ο αιώνα, τις πληροφορίες για τα συμβαίνοντα στην Αμερική. Οι περιγραφές αυτές αναφέρονται σε εγκλήματα χωρίς κυρώσεις από λευκούς κτηματίες αλλά και εργάτες, όπως ομαδικοί βιασμοί κοριτσιών και γυναικών, σφράγισμα δούλων με πυρακτωμένο σίδερο, μαζικές εκτελέσεις δραπετών κτλ. Μέχρι την έκρηξη του αμερικάνικου εμφύλιου πολέμου το 1861, αναφέρονται φρικιαστικά γεγονότα για τη μεταχείριση μαύρων δούλων στις φυτείες των νότιων πολιτειών της Αμερικής. Σε όλη τη διάρκεια του δουλεμπορίου, το οποίο απέφερε τεράστια κέρδη στις κοινωνίες των Ευρωπαίων εποίκων στην Αμερική, προσπάθησαν διάφοροι θεολόγοι να εξηγήσουν ότι η δουλεία είναι συμβατή με τη χριστιανική θρησκεία, π.χ. ότι «οι μαύροι άνθρωποι είναι διασταύρωση του Κάιν με θηλυκό πίθηκο», άρα ευτελές βιολογικό είδος. Αυτά από τον θεολόγο-ιεραπόστολο Thomas Thompson (σε μονογραφία του στα τέλη του 18ου αιώνα), από τον καθηγητή Charles Caroll («The Negro a beast», 1900) κ.ά. Το έτος 1818 η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βλαχίας θεωρούσε τους Αθίγγανους «γεννημένους σκλάβους»!

Κατάργηση της δουλείας
Η Δανία απαγόρεψε το 1792 νομοθετικά ως πρώτη χώρα το εμπόριο δούλων. Ακολούθησαν η Βρετανία το 1807 και οι ΗΠΑ το 1808. Αυτές οι νομοθετικές ρυθμίσεις αφορούσαν μόνο το εμπόριο των δούλων, όχι όμως το θεσμό της δουλείας! Στο Συνέδριο της Βιέννης το 1814 τέθηκε το ζήτημα γενικής κατάργησης του δουλεμπορίου και πολλές χώρες υιοθέτησαν σύντομα σχετικούς νόμους. Το έτος 1842 υπέγραψαν η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ συμφωνία (Ashburton Treaty), με την οποία αποφασιζόταν να αστυνομεύουν τον Ατλαντικό για τυχόν διακίνηση δουλεμπορικών πλοίων. Με το χρόνο προσχώρησαν κι άλλες χώρες σ’ αυτή τη συμφωνία. Η απαγόρευση της διακίνησης δούλων οδήγησε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των δούλων της Αμερικής, γιατί δεν ήταν πια εύκολη ή δυνατή η αντικατάστασή τους με καινούργιους. Όλοι οι δούλοι στη γαλλική επικράτεια απελευθερώθηκαν αρχικά με τη γαλλική επανάσταση, αλλά το καθεστώς της δουλείας επανήλθε με την επιστροφή των Βουρβόνων. Τελικά καταργήθηκε η δουλεία στη Γαλλία το 1848 και στην Ολλανδία το 1863. Στη Ρωσία καταργήθηκε επίσημα η δουλεία το έτος 1861 υπό την πίεση των δυτικών κρατών, οπότε απελευθερώθηκαν περί τα 43 εκατομμύρια δούλοι! Η Ελλάδα και άλλες νέες χώρες της Ευρώπης ενσωμάτωσαν την απαγόρευση της δουλείας στο σύνταγμά τους. Το ίδιο έγινε και σε πολλές χώρες της Νότιας Αμερικής, αλλά στη Βραζιλία, η οποία σήμερα αποτελείται περί το 50% από μαύρους, μιγάδες και απογόνους παλαιών ιθαγενών, υιοθετήθηκε η κατάργηση μόλις το 1888
Στις ΗΠΑ καταργήθηκε «επίσημα» η δουλεία με τη λήξη του εμφύλιου πολέμου βορείων-νοτίων, ο οποίος πόλεμος δεν είχε φυσικά ως στόχο την κατάργηση της δουλείας των μαύρων, όπως υιοθετήθηκε από την αμερικάνικη κρατική προπαγάνδα. Ο πόλεμος αυτός αφορούσε τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του παραδοσιακού αγροτικού Νότου που στηριζόταν στα εργατικά χέρια των (απλήρωτων) δούλων και του ραγδαία εκβιομηχανιζόμενου Βορρά που είχε τον έλεγχο της χώρας (yankees). Οι Βόρειοι υπό τον Λίνκολν είχαν ως πρώτιστο στόχο τους τη διατήρηση της Ένωσης για να διαθέτουν ευρεία αγορά των βιομηχανικών προϊόντων τους και πελατεία του τραπεζικού συστήματος και ήταν έτοιμοι για παραχωρήσεις στο ζήτημα της δουλείας. Η κατάργησή της ετέθη όμως πανηγυρικά ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, όταν οι Ευρωπαίοι, αντιμετωπίζοντας με συμπάθεια μια πιθανή διάσπαση των ΗΠΑ, ενδιαφέρθηκαν να υποστηρίξουν τους Νοτίους με προμήθεια οπλισμού. Μετά από αυτό τον ελιγμό του Λίνκολν, δεν ήταν πια δυνατόν να υποστηρίξουν οι «φιλελεύθεροι» Ευρωπαίοι τους «καταπιεστές» Νοτίους! Δουλεία στον 20ο αιώνα Η «Κοινωνία των Εθνών» (πρόδρομος οργανισμός του ΟΗΕ) κήρυξε το 1926 πανηγυρικά την κατάργηση της δουλείας σε οποιαδήποτε μορφή της. Αυτό επιβεβαιώθηκε το 1948 με την έγκριση της Χάρτας στον ΟΗΕ για τα «δικαιώματα του ανθρώπου». Παραπτώματα που σχετίζονται με δουλεμπόριο και διατήρηση δούλων εκδικάζονται από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Στις δεκαετίες από το 1950 και μετά δεν υπάρχει στον κόσμο δουλεία με την παλαιά μορφή, παρουσιάζονται όμως σε πολλές χώρες, κυρίως της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής αλλά, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, και στην Ευρώπη, φαινόμενα όμοια με αυτά της δουλείας, όπως επιβολή παιδικής εργασίας, λαθραία διακίνηση μεταναστών, λαθρεμπόριο ανθρώπινων οργάνων, εκμετάλλευση γυναικείας πορνείας κ.ά.