17.7.06

Ποίηση

Συνάντησα τα μάτια σου

Στην ακροθαλασσιά

το κύμα χτυπά με μανία

κι εγώ χαίρομαι

καθώς η φουρτούνα

λυσσομανά στο πέλαγο.

Στέκομαι ακίνητος

και βλέπω το κύμα,

βλέπω μέσα στο νερό

τα μάτια σου

να με κοιτούν με έκπληξη.

Γιατί τάχα τα μάτια σου

ταξιδεύουν μέσα στο κύμα;

Γιατί κι εγώ σε βλέπω

στη φουρτουνιασμένη θάλασσα;

Μήπως η θάλασσα

εκφράζει τα δικά μου

συναισθήματα;

Την ίδια φουρτούνα που έχει

η καρδιά μου καθώς σε

αναζητώ ματαίως αλλά μ΄ ελπίδα

Μέσα στην τρικυμία τής θάλασσας,

θέλοντας ν΄ αποφύγω τη δική μου

τρικυμία στην καρδιά!

Β.Α. Λαμπρόπουλος


Το κόκκινο της φωτιάς

Το κόκκινο δείλι

στον ορίζοντα ανταγωνίζεται

το κόκκινο στα χείλη σου.

Και τα δυό συναγωνίζονται

το ανοιξιάτικο κόκκινο τριαντάφυλλο

στον κήπο σου.

Το κόκκινο της φωτιάς

που καίει στην

αιμάτινη καρδιά μου.

Είναι ο αιματίτης που ανάβει πόθους

και φέρνει στεναγμούς πάθους,

όταν η θύμηση τρέχει

σ’ αυτά τα χείλη σου,

τα κόκκινα, που φαντάζουν

στο κόκκινο δειλινό

σαν ώριμος καρπός

τού έρωτα.


Β.Α. Λαμπρόπουλος

Κόρη τής Άνοιξης

Η σκουριασμένη καρδιά μου,

άρχισε πάλι να δουλεύει

στο αντίκρυσμά σου.

Ένιωσα χτύπους δυνατούς.

Ένιωσα τις ηλιαχτίδες

τού ήλιου στης

Άνοιξης το έμπα.

Κ΄ είπα δεν είναι

δυνατόν εσύ να είσαι

η αιτία κ΄ η αφορμή.

Κι όμως εσύ, εσύ

έφερες τούτη την

υπέρταση κι έκανες

την καρδιά μου

να δουλέψει πάλι

μετά από τόσους αιώνες.

Αιώνες ναι, γιατί ο θάνατος

τής καρδιάς μού φαίνεται

πως συνέβηκε πριν

από εκατό τόσα χρόνια!

Και συ την ξύπνησες

τούτη την Άνοιξη,

Κόρη τής Αφροδίτης.

Β.Α. Λαμπρόπουλος


Σκηνικό απελπισίας και παράνοιας...

Γράφει ο Νίκος Δεσύπρης

Φανταστείτε μια χώρα που ο εργαζόμενος παλεύει να τα φέρει βόλτα! Τα πράγματα ακριβαίνουν μέρα με τη μέρα, στραγγαλίζοντας σταθερά τον οικονομικό του προγραμματισμό! Απελπισμένος από την σκληρή πραγματικότητα, ο εργαζόμενος ελπίζει, όλο το χρόνο, στις ελάχιστες μέρες διακοπές, που κάθε χρόνο γίνονται και λιγότερες! Το Τραπεζικό σύστημα της χώρας αυτής εκμεταλλευόμενο την αδυναμία του, προβάλλει διαφημίσεις με ευτυχισμένους καταναλωτές, που τρώνε τεράστιες γαλοπούλες, ενώ η δική του είναι σαν περιστέρι, πάνε υπέροχες διακοπές, ενώ αυτός θα πάει λίγες μέρες σε κάποιο μικρό ξενοδοχείο και γενικά περνάνε καλά ενώ αυτός ολοένα και πλησιάζει το κοινωνικό πρότυπο του κακομοίρη. Που στις μέρες μας είναι αυτός που περνάει με τα δικά του χρήματα, έστω και με λιγότερα αγαθά, κάνοντας έναν σφιχτό οικονομικό προγραμματισμό και τα φέρνει βόλτα με δυσκολία, χωρίς την ανάγκη της Τράπεζας. Αυτός βέβαια, ξέρει καλά, ότι αν και δεν έχει δανειστεί, είναι χρεωμένος, γιατί στην πλάτη του θα πέσουν τα δανεικά της Χώρας του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Που χάρηκε που έγιναν, γιατί και η Ελλάδα πέρασε μια καλή εικόνα στο εξωτερικό και άρχισε η προσέλευση τουριστών, που τόσο την είχαμε ανάγκη. Γι αυτό και δε μιλάει...

Αυτός λοιπόν ο καημένος πήρε την άδειά του τον Ιούλιο! Για να αποφύγει τον συνωστισμό του Αυγούστου, για να προλάβει τις κάπως πιο χαμηλές τιμές του Ιουλίου, για να περάσει λίγες μέρες στην εξοχή, αλλά - πάνω απ΄όλα- για να περάσει σαν άνθρωπος, που το έχει ανάγκη.

Φτάνοντας στο λιμάνι, διαπίστωσε με τεράστια απορία ότι 1) Τα καράβια χάλαγαν το ένα πίσω από το άλλο 2) Τα δρομολόγια γινόντουσαν όπως ΝΑ ναι, φέρνοντάς τον στην απόγνωση, γιατί είχε και τα μωρά παιδιά του μαζί, που δεν ήθελε να τα βάλει να ξαπλώσουν στο πλακόστρωτο, όπως αυτός έκανε όταν ήταν φοιτητής 3) Οι ακτοπλόοι έβγαιναν στα κανάλια ντυμένοι σα λατέρνες (είδατε τις ειδήσεις του Alpha φαντάζομαι) με ριχτά και χρυσά και έλεγαν ότι όλα είναι τέλεια και ότι όλοι εξυπηρετήθηκαν 4) Ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας βγήκε από το γραφείο του Πρωθυπουργού και είπε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αφού όλοι εξυπηρετήθηκαν....

Αυτή λοιπόν είναι η εκμετάλλευση των Ολυμπιακών Αγώνων; Αυτό είναι το επίπεδο που έπρεπε να έχουμε για να αποκομίσουμε τα κέρδη από αυτούς, για τα οποία τόσα επενδύσαμε; Αυτή είναι η ποιότητα των ακτοπλόων, των Υπουργών και των κρατούντων την εξουσία; Αυτή είναι η αντιμετώπιση του επίσημου κράτους προς τον πολίτη; Να λέει ότι δεν τρέχει τίποτα; Και ότι όλοι έχουν εξυπηρετηθεί;

Είναι απίστευτο, μα πάνω από όλα είναι βαθύτατα λυπηρό! Σου δίνει ολοκάθαρα να καταλάβεις το μέλλον ποιό είναι! Που όσα χρόνια και αν περάσουν δεν πρόκειται να βελτιωθεί, γιατί, απλά, δεν θα βελτιωθούμε πρώτα εμείς που τους ακούμε!

Ακόμα πιο λυπηρό είναι ότι σε μερικούς μήνες ξαναέχουμε εκλογές. Δημοτικές, αλλά πάνω από όλα πολιτικές! Και εκεί θα ξανακούσουμε τον έναν να κατηγορεί τον άλλο, χωρίς τελειωμό, χωρίς ουσία!

Και το πιο λυπηρό από όλα: Εμείς οι ίδιοι θα ξαναπάμε να ψηφίσουμε και θα καθόμαστε τα βράδια στην τηλεόραση μπροστά να παρακολουθούμε τον προεκλογικό τσακωμό...

ektos.gr

Μνήμη Ίωνα Δραγούμη

Σε περιόδους που όλοι αισθάνονται την ανάγκη της εθνικής ομοψυχίας, πανελλήνια μηνύματα, όπως αυτά που απέδωσε η φλογερή γραφίδα του Ίωνος Δραγούμη, από τα μέρη εκείνα όπου ο Ελληνισμός έδινε μάχη για την επιβίωσή του ή την ιστορική του δικαίωση (Αλεξανδρούπολη, Μοναστήρι, Πύργο, Φιλιππούπολη, Αδριανούπολη) είναι αληθινά πολύτιμα.
Συμπληρώνονται 86 χρόνια από την θλιβερή ημέρα της δολοφονίας του Ίωνος Δραγούμη, την ημέρα που ο φρικτός κυκλώνας του Διχασμού παρέσυρε και έσβησε μια πραγματική ελπίδα για τον τόπο.
Τα δημιουργήματά του και
η θυσία του, αποτελούν αιώνια μηνύματα και διδαχές στους Έλληνες κάθε εποχής.
Ειδικά σήμερα που η ευρισκομένη σε εξέλιξη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» αγγίζει όλο και περισσότερο την πατρίδα μας, οι ιδέες του Ι. Δραγούμη αντηχούν επίκαιρες, ιδίως σ' όσους αντιστέκονται σε κάθε ξένη επιβουλή και στον επικίνδυνο εφησυχασμό.

14.7.06

ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Β.Α. Λαμπρόπουλος έχει γράψει μόνον μικρά (ή σχετικά μικρά), ποιήματα, αλλά ζουμερά: η κάθε λέξη έχει τη δική της βαρύτητα. Τα μικρά ποιήματα, νομίζω πως αξίζουν περισσότερο απ' τα μεγάλα. Πρώτα γιατί τα ξεπετάμε μονομιάς και δε διακόπτεται η συγκινησιακή μας κατάσταση, κι έπειτα, επειδή πολλές φορές, δε μας ενδιαφέρει μόνο η τέχνη - η ποίηση - αλλά και το θέμα - πού το πάει δηλαδή ο ποιητής - φτάνουμε σύντομα στο τέλος και ξεμπερδεύουμε. Θα 'θελα, ικανοποιώντας μια εσωτερική μου ανάγκη, να κάνω δυο κουβέντες για ένα ακόμα ποίημα του Βασίλη. Α. Λαμπρόπουλου, απ' την τελευταία συλλογή του "Με του Βοριά τα φτερά" (έκδοση ΔΕΣΜΟΣ με τη συνεργασία του ελληνικού τμήματος του Κέντρου Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Ποίησης «Κωστής Παλαμάς» της ΑΧΕΠΑ, Σίντνεϊ). Ας δούμε πρώτα αυτό το τόσο ωραίο και καλομετρημένο ποίημα, που μ' έχει αγγίξει πολύ. Πιστεύω πως θ' αγγίξει και πολλούς:

"ΑΓΩΝΙΣΟΥ: Αν δεις φωτιά, -πυρπόλησε την ψυχή σου,- κι αν αντιμετωπίσεις κύματα,- πάλεψε μαζί τους.- Σπάσε το παρόν, - αλλά κράτα τις ρίζες σου. -Μην αφήνεις τους φαύλους -να σε παρασύρουνε -και να σε κυβερνούν, - πάρτους το τιμόνι. - Σε οδηγούνε στο χάος της ζωής. Πολέμησέ τους, - κατεδάφισέ τους.- Ρίξε κι εσύ τους κεραυνούς της νιότης σου. -Είσαι η μόνη ελπίδα,- για να σωθεί η πατρίδα!"

Αυτό το τόσο συμπυκνωμένο ποίημα, υπάγεται στην κατηγορία της παραινετικής (συμβουλευτικής ή προτρεπτικής), ποίησης. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να το πούμε και σατιρικό. Ας θυμηθούμε δυο στίχους του Κωστή Παλαμά (1859 - 1943), που 'χουν να κάνουν με του πολιτικούς: "Κηφήνες, βάτραχοι κι ακρίδες, τρανοί πολιτικοί κτλ". Επίσης, αφού δεν έχουμε κοντά μας τον ποιητή για να τον ανακρίνουμε, θα μπορούσαμε να το πούμε και κομμάτι επαναστατικό, αφού λέει στο νέο (στους νέους, δηλαδή): "Πολέμησέ τους, κατεδάφισέ τους" (ασφαλώς τους κυβερνήτες).

Αυτό, το τόσο ζουμερό ποίημα έχει χαραχτήρα επίκαιρο, διαχρονικό - δηλαδή όσο θα υπάρχουν φαύλοι κυβερνήτες, θα έχει πέραση - αλλά και παγκόσμιο, αφού ποιητής δεν αναφέρεται σε μια ορισμένη πατρίδα.

Λοιπόν, ο ποιητής, κοντά στ' άλλα, φαίνεται πως είναι και αισιόδοξος, πιστεύοντας πως οι επερχόμενες γενιές θα 'ναι καλύτερες απ' τη σημερινή. Προτρέπει, τους νέους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να πάρουν το κουμάντο στα χέρια τους για να προχωρήσει η ζωή και να καλυτερεύσει. Κι ο άγγλος ποιητής Άλφρεντ Τένισον (1809 - 1892), λέει κάτι γύρω απ' αυτό το θέμα, κάπως διαφορετικά, βέβαια: "Κατάρα στην κοινωνία, που δυναμώνει σε βάρος των νέων". Μα κι ο Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904), λέει κάπου: "Το σπουδαίο είναι ν' ανατρέψεις τη σειρά της ζωής".

Ύστερα και μόνον ο τίτλος του ποιήματος - "Αγωνίσου" - μας λέει πως ο ποιητής πιστεύει και σε κάτι άλλο: πως σ' όλους τους αγώνες - πατριωτικούς, κοινωνικούς, συνδικαλιστικούς κτλ - δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει και τόσο τ' αποτέλεσμα. Τα πράγματα δεν έρχονται πάντοτε βολικά, αλλά ο ασταμάτητος, ο καθημερινός αγώνας για την επίτευξη κάποιου σκοπού.

Γιώργος Μακρίδης

Sydney, εφ. «ο Κόσμος»

13.7.06

Υποψήφιοι και όραμα για το Μεσολόγγι

Γράφει ο Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

E-Mail: lvassilis@hotmail.com

Πόσοι συνδυασμοί θα διεκδικήσουν στις δημοτικές εκλογές το Δήμο της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου; Πέντε, έξη ή περισσότεροι; Οι φήμες λένε διάφορα. Μερικοί υποψήφιοι δίνουν συνεντεύξεις στις εφημερίδες και υποστηρίζουν διάφορα, ακολουθώντας την τακτική των πολιτικών. Μεταφέρουν έτσι τις δικομματικές φαγωμάρες και κομματικές διαφορές στα δημοτικά μας πράγματα. Δεν φταίνε οι υποψήφιοι, η ασθένεια είναι μεταδοτική, αφού τα κόμματα χειραγωγούν τις υποψηφιότητες και θέλουν οι τοπικοί βουλευτές να ελέγχουν τους υποψήφιους, με σκοπό να έχουν το πάνω χέρι όταν θα εκλεγεί ο δικός τους «εκλεκτός» υποψήφιος δήμαρχος. «Εκλεκτός» για τους βουλευτές και τα κόμματα, που, συνήθως, δεν είναι «εκλεκτός» για τους δημότες. Την επομένη κιόλας των δημοτικών εκλογών εξανεμίζονται υποσχέσεις, χαμόγελα, χειραψίες και υποσχέσεις. Τι υποσχέσεις, δηλαδή; Τι υποσχέσεις μπορεί να δώσει ένας υποψήφιος δήμαρχος, εκτός από μερικές συναλλαγές με καταστηματάρχες και ποικίλους ματαιόδοξους…

Οι υποψήφιοι έχουν να λένε διάφορα, αλλά κανένας τους ως τώρα δεν μας δίνει το όραμά του για την πόλη και την περιοχή. Άλλοι από έλλειψη φαντασίας, άλλοι από άγνοια, άλλοι από επιφύλαξη μήπως δυσαρεστήσουν την εξουσία, άλλοι για να μην ενοχλήσουν τους πολιτικούς, οι οποίοι θα νομίσουν ότι τους αφαιρεί προνόμια στο ρουσφέτι. Δεν είναι έτσι, ή, τέλος πάντων, κάπως έτσι; Γιατί ο καθένας μας μπορεί να προσθέσει σ΄ αυτά κι άλλα.

Όραμα, λοιπόν. Όραμα σημαίνει προτάσεις για την πόλη και το Δήμο. Όραμα σημαίνει πρόγραμμα. Σημαίνει τοπική παρέμβαση σε έργα υποδομής, πολιτιστικές δραστηριότητες, αθλητικές δραστηριότητες. Συμμετοχή σε θέματα εκπαίδευσης, υγείας, κοινωνικής πρόνοιας. Σημαίνει, ακόμη, παρέμβαση του δήμου σε θέματα προσχολικής αγωγής, νεολαίας, τρίτης ηλικίας και γυναικείων δραστηριοτήτων. Σημαίνει σχέσεις με τον στρατό, τα σώματα ασφαλείας, την Εκκλησία, τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, την περιφέρεια και τους όμορους δήμους. Σημαίνει ανάπτυξη των ιστορικών και των αρχαιολογικών μνημείων, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς της αρχαιολογικής υπηρεσίας και του υπουργείου Πολιτισμού. Σημαίνει σχέσεις και παρεμβάσεις με την Κυβέρνηση, όχι ως φτωχός συγγενής και επαίτης, όχι ως άθυρμα του δικού μας ή του άλλου κόμματος, αλλά ως υπερήφανος, ανεξάρτητος και δυναμικός Δήμαρχος της πόλεως με τη μεγάλη ιστορία, που δεν είναι μόνο παρελθόν, αλλά πρέπει να γίνεται και παρόν. Για να είναι όμως παρών ένας Δήμαρχος στις πολιτικές και τις κοινωνικές διεργασίες πρέπει να έχει ατομικό και συλλογικό γόητρο και κύρος. Προσωπικό κύρος και γόητρο του ψηφοδελτίου. Δεν αρκεί να είναι μονάχα ο υποψήφιος Δήμαρχος άνθρωπος με κύρος, αλλά πρέπει και οι συνεργάτες του να έχουν το ίδιο, τουλάχιστον, κύρος.

Αυτά όλα συνήθως δεν τα προσέχουν οι υποψήφιοι, οι οποίοι βασίζονται στο ρεύμα και στον αέρα των κομμάτων. Τώρα είναι η σειρά του ενός κόμματος, αύριο η σειρά του άλλου κόμματος και τυχαίως εκλέγεται ο δήμαρχος, ερήμην των πολιτών, που, βέβαια, έχουν την ευθύνη ότι ψηφίζουν με κλειστά μάτια ό,τι τους υποδεικνύουν και δεν κάνουν ρήξη με τα κόμματα.

Τώρα που βρισκόμαστε σε προετοιμασία και προεκλογική περίοδο ας ζητήσουν οι δημότες από τους υποψήφιους συνδυασμούς το πρόγραμμά τους, το όραμά τους, για να μπορούν να αποφασίσουν τι θα ψηφίσουν και να έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν κατόπιν το έργο του Δημάρχου τους. Διαφορετικά θα έχουμε μία από τα ίδια και οι συζητήσεις στα καφενεία θα έχουν το ίδιο αντικείμενο κριτικής, σχολίων και κουτσομπολιού.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κυκλοφορεί το περιοδικό «Πολιτική&Οικονομία», που εκδίδει στη Θεσσαλονίκη ο πρώην βουλευτής Κοζάνης Γεώργιος Β. Παπαδόπουλος. Το περιοδικό είναι τριμηνιαίο και φιλοξενεί συνεργασίες πολιτικών και οικονομολόγων, αλλά και άλλων προσωπικοτήτων, που ασχολούνται με τα θέματα που προσδιορίζει ο τίτλος του περιοδικού καθώς και θέματα ιστορικά, κοινωνικά δημοσίου ενδιαφέροντος. Στο τεύχος 20 φιλοξενούνται συνεργασίες σχετικές με την προσφυγή στη Χάγη, σκέψεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, για το νέο κώδικα δημοσίων υπαλλήλων, την ποιότητα του ΕΣΥ, αναφορά στην προσωπικότητα του Γεωργίου Ι. Ράλλη, κ.ά, που γράφονται από τους Γ.Β. Παπαδόπουλο, Παν. Μποκοβό, Hans-Georg Ehrhart, Κωστή Δ. Γόντικα, Κων. Δ. Χιώλο, Γ.Δ. Κούβελα, Αθηνόδωρο Ι. Τανίδη, Αθαν. Χ. Μπάντη, Στ. Κατσανίδη, Astrid Sahm, Νικ. Αναστασιάδη, Θωμά Σ. Χούτα, Hans-Herman Hοhmann.

Όταν η φύση ησυχάζει

Ρίγησε το κορμί της

στο αεράκι τής τραμουντάνας,

κι εγώ ανακάθισα

βέβαιος πως το ρίγος

θα φέρει την καταιγίδα.

Λάθεψα όμως,

ο κυματισμός τού ρίγους

γρήγορα γαλήνεψε,

καθώς ο φλογοβόλος ήλιος

πύρωσε πιότερο.

Έγινε η θάλασσα καθρέφτης,

οι χτύποι της καρδιάς μου

Επέστρεψαν στον κανονικό τους

ρυθμό.

Αρμονία,

στη θάλασσα και στην καρδιά μου.

Η γαλήνη.

Β.Α. Λαμπρόπουλος

10.7.06

Χαμένο όνειρο

Είναι τρεις η ώρα,

την ώρα που χτυπά

η καμπάνα τής εκκλησιάς

στο ρολόι τού καμπαναριού.

Τρεις η ώρα,

αργά τα ξημερώματα,

την ώρα που ένα χαμένο όνειρο

μένει για πάντα

μια νυχτερινή οδοιπορία.

Σκιάζομαι να σκεφτώ πως υπάρχεις.

Χαμένο όνειρο αλήθεια

ή μήπως λανθάνουσα

βούληση να είσαι κοντά μου

την ώρα τού ύπνου,

αργά στις τρεις τα ξημερώματα,

την ώρα που το ρολόι τής

εκκλησιάς χτυπά

και μού θυμίζει ότι υπάρχεις

στ΄ αλήθεια, αλλά όχι

δίπλα μου μα στο απέναντι

σπίτι, στην αγκαλιά

τού γείτονα, εκεί που ανήκεις!

Τρεις η ώρα, αργά τα ξημερώματα

η καμπάνα χτυπά και

μού θυμίζει το χαμένο όνειρο,

εσένα δεσποσύνη τού έρωτα.

Β.Α. Λαμπρόπουλος

Αναστάσιος Πολυζωΐδης

Όταν βρεθεί κανείς στην όμορφη πόλη των Σερρών και περπατήσει απ’ τη μεριά της κεντρικής πλατείας (ΠΛΑΤΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ) στην κεντρική οδό όπου το νεοκλασικό κτίριο της Νομαρχίας, προχωρώντας λίγο πιο κάτω απ’ αυτό το κτίριο, θα δει στην άλλη πλευρά του δρόμου το νεοκλασικό κτίριο των Δικαστηρίων. Στα δεξιά του δικαστικού κτιρίου και μέσα σε μικρό πάρκο θα δει τη μαρμάρινη προτομή του - 1873 ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ.

Διαβάζει ακόμα κανείς στην προτομή, ότι στήθηκε στο έτος 1984, δηλαδή 150 χρόνια απ’ την πολύκροτη δίκη του Θ. Κολοκοτρώνη και άλλων αγωνιστών, στην οποία συμμετείχε ο Πολυζωΐδης ως Πρόεδρος του δικαστηρίου. Στη δίκη αυτή θ’ αναφερθούμε με περισσότερα λόγια πιο παρακάτω.

Σε κάποιο σημείο της προτομής διακρίνεται το όνομα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ, που είναι ο δημιουργός του έργου και πρόκειται για ένα φημισμένο σύγχρονο γλύπτη και αρχιτέκτονα.

Το έργο έγινε με δαπάνη του Δικηγορικού Συλλόγου Σερρών, για να τιμηθεί ο Αναστ. Πολυζωΐδης, ως δικαστής ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, ένας απ’ τους εξέχοντες Έλληνες ως προς την προσφορά στο έθνος και στο λαό, τέκνο της πόλης του Μελενίκου, που ήταν μια πόλη της ευρύτερης περιοχής των Σερρών.

Ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης ήταν έντιμος και φλογερός πατριώτης. Υπήρξε διακεκριμένος νομικός, πολιτικός και λόγιος. Ήταν πολύ μεγάλη η προσφορά του στο αγωνιζόμενο έθνος, στο συγκροτούμενο ελληνικό κράτος και στον ελληνικό λαό, όπως θα φανεί απ’ αυτά που θ’ αναφέρουμε σ’ αυτή την εργασία.

Να όμως που παρόλη τη μεγάλη αξία του και τη σημαντικότατη προσφορά του, είναι άγνωστος ή πολύ λίγο γνωστός ακόμα και στους πλείστους από εμάς τους νεοέλληνες, που έχουμε λάβει δευτεροβάθμια ή και παραπέρα εκπαίδευση. Ας μην επεκταθούμε στο πώς και γιατί συμβαίνει αυτό. Το αντιλαμβάνονται, εξ άλλου, λιγότερο ή περισσότερο, οι αναγνώστες.

Ο Πολυζωΐδης γεννήθηκε το 1802 στην ελληνική πόλη Μελένικο της βορειοανατολικής Μακεδονίας. Η πόλη και η περιοχή αυτή ανήκει από το 1913 στο κράτος της Βουλγαρίας. Αξίζει ν’ αναφέρουμε κάτι παραπάνω για την πόλη αυτή.

Το Μελένικο αναφέρεται στην ιστορία απ’ τα βυζαντινά χρόνια (απ’ το 12ο αιώνα).

Είναι χτισμένο στις πλαγιές του όρους που ονομάζεται ‘Ορβηλος και σε μέρος της κοιλάδας που διασχίζει ο Μελενικιώτικος, παραπόταμος του Στρυμόνα. Βρίσκεται 70 χιλιομ. περίπου βορειοδυτικά της πόλης των Σερρών και 140 χιλιομ. περίπου νοτιοδυτικά της Φιλιππούπολης.

Επί τουρκοκρατίας το Μελένικο ήταν εστία ελληνισμού. Ήταν έδρα Μητρόπολης και είχε αρκετές βυζαντινές εκκλησίες. Ιδιαίτερη ήταν η ακμή της πόλης στο 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1913. Είχε φημισμένα σχολεία πρώτης και δεύτερης βαθμίδας, εφάμιλλα με τα σχολεία που είχε η πόλη των Σερρών, η Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι (“Μπιτόλια”) και η Κοζάνη, σχολεία με μεγάλα, γερά και όμορφα νεοκλασικά κτίρια και με πολύ άξιους δασκάλους. Είχε μουσική μπάντα, μορφωτικούς και κοινωνικούς συλλόγους. Είχε τοπική βιομηχανία, βιοτεχνία και εμπόριο. Έβγαζε πολλά και καλά κρασιά.

Το 1913 (στη δεύτερη φάση των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 - 13) το Μελένικο ελευθερώθηκε απ’ τον ελληνικό στρατό, αλλά με τη συνθήκη ειρήνης περιήλθε στην ηττηθείσα Βουλγαρία. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Σιδηρόκαστρο Σερρών και στην περιοχή του. Η μητρόπολη μεταφέρθηκε στο Σιδηρόκαστρο. Ο Πολυζωΐδης έλαβε γενική μόρφωση στα σχολεία του Μελενίκου.Σε πολύ νεαρή ηλικία πήγε στην Ευρώπη για ανώτερες σπουδές. Σπούδασε νομικά και ιστορία στο Πανεπιστή,ιο της Γοτίνγκης (Γκαίτινγκεν), στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Διέκοψε τις σπουδές του στο Βερολίνο το 1821, όταν είχε αρχίσει η Ελλην. Επανάσταση και κατέβηκε στην Ελλάδα.

Έλαβε μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (τέλη του 1821 0- αρχές του 1822). Αν και νεότατος τότε (μόλις 20 ετών), υπήρξε ο κύριος συντάκτης του Συντάγματος και συνέταξε σχεδόν εξ ολοκλήρου την περίφημη Διακήρυξη του 1822, με την οποία επιδιωκόταν να δειχτεί στην απολυταρχική Ευρώπη, ότι ο πόλεμος των Ελλήνων ήταν εθνικός και ιερός, έξω από δημαγωγικότητες και ιδιοτελείς αρχές. Έγινε τότε γραμματέας του εκτελεστικού (υπουργικού) συμβουλίου με Πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Πολυζωΐδη πήγε στο Λονδίνο και πέτυχε να συνάψει δάνειο για τους πολιορκούμενους. Ο ίδιος συμμετείχε στην τελευταία φάση της πολιορκίας του Μεσολογγιού και στην Έξοδο.

Ο Πολυζωΐδης είναι εκείνος, που, μετά την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου και την καταστροφή του, σε μια επίσημη ομιλία του στο Ναύπλιο παρουσία και αρκετών αγωνιστών που σώθηκαν στην Έξοδο, - ήταν και δεινός ρήτορας - ονόμασε το Μεσολόγγι “ΙΕΡΑΝ ΠΟΛΙΝ”, ονομασία που επεκράτησε. Το 1827 πήρε μέρος ως εκλεγμένος πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Το 1828 πήγε στο Παρίσι και συμπλήρωσε τις σπουδές του. Όταν τελείωσε, επέστρεψε στην Ελλάδα. Κυβερνήτης ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, που προσπαθούσε να νοικοκυρέψει το νέο ελληνικό κράτος. Ο Πολυζωΐδης προσχώρησε στην αντιπολιτευτική παράταξη των φιλελευθέρων συνταγματικών. Για ένα διάστημα εξέδιδε στην Ύδρα την εφημερίδα “Απόλλων”, η οποία κατασχέθηκε.

Αργότερα (1832) η βαυαρική Αντιβασιλεία τον διόρισε πρόεδρο στο πενταμελές δικαστήριο (Πρωτοδικείο) του Ναυπλίου. Επειδή όμως αρνήθηκε να υπογράψει μαζί με το δικαστή Γ. Τερτσέτη την απόφαση καταδίκης εις θάνατον “επί εσχάτη προδοσία” του Θ. Κολοκοτρώνη, του Δ. Πλαπούτα, του Κίτσου Τζαβέλλα και άλλων γενναίων αγωνιστών, καταδιώχτηκε και φυλακίστηκε. Όταν ενηλικιώθηκε ο Όθων (20 Μαΐου 1835) και ανέλαβε τη βασιλεία, οι αγωνιστές έλαβαν χάρη(...!!!), ελευθερώθηκαν και παρασημοφορήθηκαν. Ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης διορίστηκε Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Σύμβουλος Επικρατείας.

Το 1837 (νέος 35 ετών), διορίστηκε Υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Εσωτερικών. Ως αρμόδιος Υπουργός, συνέβαλε τα μέγιστα στην οργάνωση και λειτουργία του πρώτου πανεπιστημίου του ελεύθερου ελληνικού κράτους με τη σύνταξη των Διαταγμάτων “Περί συστάσεως του Πανεπιστημίου” και “Περί προσωρινού κανονισμού του Πανεπιστημίου”.

Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα (1862), διορίστηκε Νομάρχης Αττικοβοιωτίας και αργότερα αποτραβήχτηκε απ’ τη δημόσια ζωή. Πέθανε στην Αθήνα το 1973.

Εκτός από το Σύνταγμα του 1822 του οποίου υπήρξε ο κύριος συντάκτης και τη Διακήρυξη του 1822, την οποία συνέταξε σχεδόν εξ ολοκλήρου, άλλα έργα του είναι:

“Σύντομος πραγματεία περί των ειρηνοποιών και ορκωτών κριτών της Αγγλίας”, “Γεωγραφικά”, “Ελληνικά”, “Νεοελληνικά” και “Γενική Ιστορία”.

Ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης ως Πρόεδρος του δικαστηρίου στη δίκη του Θ. Κολοκοτρώνη και των λοιπών αγωνιστών

Ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης, ο Δημ. Πλαπούτας και ο Κίτσος Τζαβέλλας μαζί με μερικούς άλλους ηρωικούς αγωνιστές συνελήφθησαν το Σεπτέμβριο του 1834 ως δήθεν ύποπτοι συνωμοσίας κατά της βαυαρικής Αντιβασιλείας και κλείστηκαν για εννιά μήνες στις φυλακές της Ακροναυπλίας.

Το κατηγορητήριο όριζε να δικαστούν στις 25 Μαΐου 1834 “επί εσχάτη προδοσία”, πράγμα που επέσυρε την επιβολή της ποινής του θανάτου.

Η πολύκροτη δίκη άρχισε με καθεστώς στρατιωτικού νόμου, που είχε επιβληθεί από τη νύχτα της σύλληψης των αγωνιστών. Παρουσιάζονται εγκάθετοι ψευδομάρτυρες, για να βοηθήσουν στη λήψη της εκ των προτέρων παρμένης απόφασης. Να όμως που παρουσιάζονται σοβαρά και απροσδόκητα εμπόδια στο δρόμο της διατεταγμένης δικαιοσύνης. Ο Μακεδόνας Αναστάσιος Πολυζωΐδης (μόλις 32 ετών) Πρόεδρος του Δικαστηρίου και ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερός του Ζακύνθιος Γεώργιος Τερτσέτης (δικαστικός και λόγιος, 1800 - 1874) αρνούνται να συμπράξουν στο ανοσιούργημα της βαυαρικής Αντιβασιλείας και των εντόπιων υπηρετών της.

Αναμφίβολα έχει αξία και ηθική βαρύτητα η γενναία στάση του δικαστή Γ. Τερτσέτη. Σίγουρα όμως έχει αυξημένη αξία και ηθική βαρύτητα η γενναία στάση του Αναστ. Πολυζωίδη, επειδή: α) Ο Πολυζωΐδης είναι Πρόεδρος του δικαστηρίου και ο Τερτσέτης απλός δικαστής και β) Ο Τερτσέτης έχει στενές σχέσεις με το δικαζόμενο κορυφαίο αγωνιστή Θ. Κολοκοτρώνη, αφού γράφει τα απομνημονεύματά του “Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής” κατά τις αφηγήσεις του Γέρου του Μωριά.

Οι χωροφύλακες του καθεστώτος με βρισιές και λασπολογίες και με προτεταμένη τη λόγχη προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τον βιάζουν να υπογράψει τη θανατική καταδίκη των αγωνιστών. Η απάντηση του Πολυζωΐδη είναι: “Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε”.

Ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Σχινάς έρχεται στη δίκη για ν’ αποσπάσει την υπογραφή κατά πρώτον λόγο του Προέδρου Πολυζωίδη, αλλά και του δικαστή Τερτσέτη. Θέλει να είναι “ομόφωνη” η απόφαση. Ορμά έξαλλος προς τον Πολυζωίδη, αξιώνοντας να υπογράψει, αλλά παίρνει την απάντηση: “Προτιμώ την αποκοπήν της χειρός μου, αλλά δεν υπογράφω”.

Οι αστυνομικοί τους τραβούν βιαίως απ’ το δωμάτιο των διασκέψεων, να τους βάλουν στην έδρα να υπογράψουν και να διαβαστεί η απόφαση. Τους χτυπούν με γροθιές, με κλωτσιές, με τους υποκόπανους των όπλων. Τους φτύνουν, τους βρίζουν, σχίζουν τα ρούχα του Προέδρου Πολυζωΐδη.

Ο Πρόεδρος Πολυζωΐδης, κατά πρώτον λόγο, αλλά και ο δικαστής Τερτσέτης εκείνες τις ώρες καθιέρωσαν έμπρακτα την ιδέα της ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.

Η “απόφαση” είχε συνταχθεί απ’ το δικαστή Δ. Σούτσο, συγγενή του Σχινά και απαγγέλθηκε υπογραμμένη απ’ τους τρεις δικαστές Α. Βούλγαρη, Δ. Σούτσο και Φ. Φραγκούλη, υπηρέτες της αυθαιρεσίας και της βίας της κρατικής εξουσίας.

“Εις την ακρόασιν της αποφάσεως σταλαγματιές δακρύων έπεφταν από τους οφθαλμούς του Πλαπούτα. Εσυλλογίζετο την ορφάνεια των τέκνων του. Ο Κολοκοτρώνης με ατάραχον βλέμμα είπε: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου”. (Γ. Τερτσέτη, Άπαντα).

Η καταδίκη αυτή προκάλεσε κύμα λαϊκής αγανάκτησης και η Αντιβασιλεία αναγκάστηκε να μετατρέψει την ποινή του θανάτου σε ισόβια κάθειρξη και αργότερα σε εικοσαετή κάθειρξη. Τελικά, όταν ενηλικιώθηκε ο Όθων (20 Μαΐου 1835) και ανέλαβε τη βασιλεία, δόθηκε στους γενναίους αγωνιστές χάρη(...!!!). Αποφυλακίστηκαν και αργότερα παρασημοφορήθηκαν. Αναγνωρίστηκε η αξία και του ήθος του Αναστ. Πολυζωίδη και τοποθετήθηκε σε διάφορα υψηλά αξιώματα, όπως προαναφέραμε, απ’ όπου πρόσφερε με γνώση με ζήλο και με εντιμότητα πολύτιμες υπηρεσίες στην πατρίδα και στο λαό.

Στο τρέχον έτος 2004, 170 χρόνια από τη δίκη του 1834 στο Ναύπλιο και την "απόφαση" της θανατικής καταδίκης του Θ. Κολοκοτρώνη και των άλλων γενναίων αγωνιστών της Λευτεριάς, ας θυμηθούμε κι ας διδαχθούμε όλοι οι σύγχρονοι Έλληνες από το ήθος και την άκαμπτη εντιμότητα, που έδειξαν τότε ο Πρόεδρος του δικαστηρίου Αναστάσιος Πολυζωΐδης ο Μελενικιώτης και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης ο Ζακύνθιος. Γιατί “θέλει αρετήν και τόλμην” όχι μόνο ο αγώνας για την κατάκτηση της Λευτεριάς, αλλά και ο αγώνας για ηθική και πολιτική ελευθερία και για πραγματική δημοκρατία.

Κατά μείζονα λόγο ας θυμηθούν και ας διδαχθούν οι αξιωματούχοι της παντοειδούς εξουσίας της Πολιτείας και ιδιαίτερα οι ασκούντες την δικαστική εξουσία (δικαστές) και οι βασικοί βοηθοί και συντελεστές της καλής εκτέλεσής της (δικηγόροι).

Αν ίσως υπάρξουν Φορείς, Αρχές και Υπηρεσίες που έχουν διάθεση και δυνατότητα για να διοργανώσουν κάποιες ουσιώδεις εκδηλώσεις ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ μέσα στο 2004 για τον Πολυζωΐδη και τον Τερτσέτη, κάπως θα βοηθήσουν την νεολαία και τους άλλους πολίτες προς την κατεύθυνση της διδαχής και της μίμησης.

Αρμόδιοι προς τούτο Φορείς, Αρχές και Υπηρεσίες, (όπως συνάγεται από την εργασία αυτή), είναι:

Η Νομαρχία Σερρών, ο Δήμος Σιδηροκάστρου, το σώμα των Δικαστών και Εισαγγελέων Ν. Σερρών, ο Δικηγορικός Σύλλογος Σερρών, οι αντιπρόσωποι των πολιτών του Ν. Σερρών στο Κοινοβούλιο (οι βουλευτές), ο Δήμος Ναυπλίου, ο Δήμος Μεσολογγίου, η Νομαρχία Ζακύνθου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, η Πανελλήνια Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η Ομοσπονδία Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, οι Νομικές Σχολές των Πανεπιστημίων της χώρας μας και άλλοι Φορείς, Αρχές, Υπηρεσίες.

Το γεγονός ότι η χώρα μας ανέλαβε το βαρύ έργο να τελέσει μέσα στο 2004 τους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν μας απαλλάσσει τους Έλληνες απ’ την υποχρέωση επετειακών εκδηλώσεων ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ σε πολύ άξιους Έλληνες, όπως ο Πολυζωΐδης και ο Τερτσέτης, των οποίων το φωτεινό μυαλό, η εντιμότητα, η αρετή και η τόλμη έλαμψαν στη δίκη εκείνη του 1834 και αναδείχτηκαν ευεργέτες του έθνους και φωτεινοί φάροι στην πορεία του Ελληνισμού.

Στο τρέχον έτος 2004 συμπληρώνονται 100 χρόνια απ’ το θάνατο του μακεδονομάχου Παύλου Μελά (Οκτώβρης του 1904). Πόσο άραγε δικαιολογούμαστε να παρακάμψουμε την επέτειο αυτή, δηλαδή τον ίδιο το Μακεδονικό Αγώνα, την άλλη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων;

Οι εκδηλώσεις αυτές για τον Πολυζωΐδη και τον Τερτσέτη μπορεί να είναι από μια περιεκτική ομιλία μέχρι μια απόφαση να στηθεί προτομή. Προς τούτο είναι αρκετή η υπενθύμιση και η στοιχειώδης διαφώτιση και δεν έχει θέση καμιά άνωθεν επιβολή.

Αμπελώνας - Ν. Λάρισας, ΜΑΡΤΗΣ ΤΟΥ 2004

Άγγελος Παπαμάλαμας

ΒΑΣΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1. Βασικότερο απ’ τα βοηθήματα ιστορίας: “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ” ΤΟΜΟΣ ΙΓ’ (1833 - 1881), ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 1980.

2. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ “ΚΟΣΜΟΣ”, Έκδοση ΚΟΝΤΕΟΥ, 1995.

3.ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ “ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ” ΧΑΡ. Θ. ΜΙΧΙΩΤΗ, ΑΘΗΝΑ 1961.

4. ΤΙΜΙΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Στ. Μ. Παπαθεμελή, ΕΚΔ. “ΜΗΝΥΜ” ΑΘΗΝΑ 1971 (σελ. 125 & 126)

5 & 6. ΑΠΑΝΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ - ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ, ΕΚΔ. 1965 - ΑΘΗΝΑ. α) 1ος ΤΟΜΟΣ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ β) 3ος ΤΟΜΟΣ. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Ά. Παπαμάλαμας είναι συνταξιούχος δάσκαλος, Λογοτέχνης-Συγγραφέας και κατάγεται απ’ το ΖΕΡΒΟΧΩΡΙ-ΣΕΡΡΩΝ

Ρούντγιαρ Κίπλινγκ


Ιστορίες Της Ζούγκλας[i]

Λογοτεχνική προσαρμογή-Διασκευή

Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

- * - Το πρώτο γράμμα - * -


Λεζάντα: Αυτό που βλέπεις καλό μου παιδί, είναι ένας πραγματικός παλιός πάπυρος. Έχει πάνω του τις ίδιες ζωγραφιές, που έκανε η Ταφιμάι Μεταλουμάϊ στον φλοιό τού δέντρου. Ο πάπυρος, με τα περίεργα σύμβολα και τα γράμματα –είναι μάλλον Ρουνικά-, βρέθηκε στις ανασκαφές που κάνανε για να χτίσουνε τα νέα κτίρια. Το σπάνιο αυτό εύρημα, ζυγίζει τρία ολόκληρα κιλά! Τον πάπυρο τον γράφανε με ένα αιχμηρό αντικείμενο, κι αν ήτανε σημερινός, μάλλον θα χρησιμοποιούσανε καρφί! Στους παλιούς λαούς, παιδί μου, κανένας δεν γνώριζε γράμματα, αυτός ήτανε και ο λόγος που συχνά γινόντουσαν παρεξηγήσεις. Στις μέρες μας, ευτυχώς, δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα και είμαστε ήσυχοι!

Ούτε πάπυρο χρησιμοποιούμε, ούτε και καμάκι για ψάρεμα... ευτυχώς!

*

Λένε ότι στον κινηματογράφο και στα παραμύθια συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα! Κι όμως, καλό μου παιδί, το πιο απίθανο πράγμα έγινε στην πραγματικότητα. Σε μιά πολύ παλιά εποχή, τότε που ζούσε ο πρωτόγονος άνθρωπος! Τότε που ακόμα φορούσε για ρούχα προβιές από ζώα, κατοικούσε μέσα στις σπηλιές και, φυσικά, είχε μακριά μαλλιά και γένια. Ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει και παρ’ όλ’ αυτά, δεν έδειχνε και καμμία διάθεση για να μάθει!

Μη ρωτήσεις για δουλειά! Φυσικά και δε δούλευε. Γενικά δεν έκανε τίποτα και ήτανε πολύ ευχαριστημένος. Στενοχωριότανε λιγάκι όταν δεν είχε να φάει, αλλά γενικώς την πέρναγε μιά χαρά!

Σαν πρωτόγονος άνθρωπος, είχε και πρωτόγονο όνομα! Τον έλεγαν Τεγκουμάϊ Μποποουλάϊ, που σημαίνει «ο άνθρωπος που δε βιάζεται ποτέ». Εμείς όμως καλό μου παιδί, θα τον λέμε απλά Τεγκουμάϊ.

Σαν όλους τούς πρωτόγονους ανθρώπους, ο Τεγκουμάϊ είχε τη δική του οικογένεια, μη σού φαίνεται καθόλου περίεργο αυτό! Την γυναίκα του την έλεγαν Τεσουμάϊ Τεβιντρού, που σημαίνει «η περίεργη γυναίκα», αλλά εμείς θα την λέμε απλά Τεσουμάϊ. Το πρωτόγονο αυτό αντρόγυνο είχε και μιά μικρή πρωτόγονη κόρη, με το όνομα Ταφιμάη Μεταλουμάϊ. Θα αναρωτιέσαι, βέβαια, τι να σημαίνει το όνομά της. Μάθε, λοιπόν, πως σημαίνει «το κακομαθημένο κορίτσι που θέλει ξύλο» και επειδή είναι και αυτό μεγάλο, εμείς καλό μου παιδί θα τη λέμε απλά Ταφή!

Την Τάφη την αγαπούσανε πολύ οι γονείς της. Την αγαπούσε ο μπαμπάς της και σίγουρα την αγαπούσε και η μαμά της, αυτός άλλωστε ήτανε και ο λόγος που δεν την έδερναν αρκετά συχνά για τις ζαβολιές της. Ήταν ένα κακομαθημένο παιδί, μα η οικογένεια του Τεγκουμάϊ Μποποουλάϊ ήταν από τις πιό χαρούμενες στην πρωτόγονη γειτονιά με τις υπόλοιπες μονολιθικές οικογένειες!

Με το πέρασμα των χρόνων η Τάφη μεγάλωσε και από μωρό έγινε κοριτσάκι, που μπορούσε να σταθεί στα δυό του πόδια και να τρέχει δίχως σταματημό. Σύντομα άρχισε ν΄ ακολουθεί τον πατέρα της στους περιπάτους του έξω από τη σπηλιά και κάποιες φορές οι δυό τους γυρίζανε πίσω αργά το βράδυ, όταν αρχίζανε να πεινάνε... Η μαμά Τεσουμάϊ τότε τους έβαζε τις φωνές, ιδιαίτερα στον σύζυγό της, αφού ήτανε μεγαλύτερος από την κόρη τους...

Μαμά Τεσουμάϊ: Πάλι γυρίζατε έξω και γίνατε χάλια; Κοίτα βρωμιά! Τεγκουμάϊ δεν κάνεις καθόλου καλά. Μου φαίνεται πως έχεις τα μυαλά της κόρης σου! Όμως μέχρι εδώ, κακομοίρη μου, στήσε τ’ αυτιά σου και άκου καλά τι σου λέω, γιατί αλοίμονό σου!

Κάποια μέρα, ο μπαμπάς Τεγκουμάϊ πήρε την Τάφη, πήρε το καμάκι και το πρωτόγονο καπέλο του και κατηφορίσανε προς το βάλτο. Πίσω από τα λιγοστά λασπωμένα νερά και τα δύο τεράστια δέντρα, κυλάει το ποτάμι που το έλεγαν Βάγκαρ. Είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να πιάσει κάποιο ψάρι. Φυσικά εκείνη την εποχή τα καμάκια δεν μοιάζανε με τα σημερινά. Ο Τεγκουμάϊ είχε φτιάξει το δικό του από ξύλο -που έκοψε από το δέντρο- και στην άκρη είχε δέσει ένα δόντι προϊστορικού καρχαρία -που βρήκε μιά μέρα στην παραλία. Δεν ήτανε τίποτα σπουδαίο ή δυνατό αλλά, τι να περιμένεις από πρωτόγονο άνθρωπο, καλό μου παιδί; Με αυτό, λοιπόν, άρχιζε να καμακίζει. Πριν να χτυπήσει κάποιο ψάρι, το καμάκι του Τεγκουμάϊ έσπασε, καθώς χτύπησε πάνω σε μία μεγάλη πέτρα. Νόμιζε ότι ήταν κάποιο ψάρι που ξεκουραζότανε στον πάτο του ποταμού όμως...

Αυτό στενοχώρησε τον Τεγκουμάϊ, γιατί το σπίτι του ήταν πολύ μακριά και δεν είχε άλλο καμάκι μαζί του. Δεν είχε ξεχάσει βέβαια να έχει μαζί του –για ώρα ανάγκης- λίγο φαγητό. Καμάκι όμως δεν είχε άλλο.

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Κρίμα, κι’ εγώ νόμιζα ότι θα τρώγαμε ψάρι σήμερα. Αν καθίσω να φτιάξω το καμάκι μου, θα χάσω τουλάχιστον μισή μέρα, χμ, δύσκολη απόφαση μικρή μου Τάφη...

Τάφη: Μπαμπά θέλεις να τρέξω σπίτι και να σου φέρω το καμάκι από μαύρο ξύλο που είναι πιό δυνατό;

Ρώτησε η Τάφη.

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Όχι μικρή μου, ο δρόμος είναι κακοτράχαλος και δεν θ΄ αντέξεις πολύ. Χώρια που μπορεί να πέσεις στο βάλτο με τη λάσπη και τότε ποιός ακούει τη μαμά σου...

Τι να κάνω; Θα διορθώσω το καμάκι μου...

...απάντησε ο Τεγκουμάϊ και ρίχτηκε αμέσως στη δουλειά, πράγμα που δεν έκανε πολύ

συχνά. Πήρε ρετσίνι από το δέντρο, πετσί από το πρωτόγονο καπέλο του, σχοινί από τα

παπούτσια του και μία πέτρα για σφυρί. Όσο ο Τεγκουμάϊ επισκεύαζε το σπασμένο αδύναμο

καμάκι, η μικρή μας Τάφη, καλό μου παιδί, κάθησε παραπέρα και έπεσε σε περισυλλογή.

Ήθελε οπωσδήποτε να βοηθήσει τον αγαπημένο της πατέρα. Μετά από μερικές

προϊστορικές σκέψεις, η Τάφη πλησίασε τον Τεγκουμάϊ και του είπε:

Τάφη: Αγαπημένε μου μπαμπά, σκέφτηκα ότι είναι πολύ κρίμα που δεν ξέρουμε κάποια γράμματα. Αν ξέραμε λίγα γράμματα, θα μπορούσαμε να στέλναμε ένα γράμμα στην μαμά και να της ζητούσαμε να μας στείλει το καλό σου καμάκι. Αυτό είναι που λένε «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο;». Τι λες εσύ μπαμπά;

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Α, μικρή μου Τάφη, πόσες φορές σου έχω πει να μη μιλάς έτσι, αν σε ακούσουν οι πρωτόγονοι άνθρωποι θα έχουμε παρεξηγήσεις! Πάντως, βρίσκω ότι έχεις δίκιο. Θα ήτανε μεγάλη ευκολία να ξέραμε κάποια γράμματα, για να στείλουμε μήνυμα στη μαμά...

Την ώρα που έλεγε αυτά τα λόγια ο Τεγκουμάϊ, εμφανίστηκε πίσω από τα δέντρα της όχθης

του ποταμού ένας Άγνωστος Άνθρωπος!

Κι εκείνος ήτανε προϊστορικός, μόνο που καταγότανε από την φυλή Ταβάρ και φυσικά δεν

μίλαγε την ίδια γλώσσα. Ο Τεγκουμάϊ τον κοίταξε με την άκρη των ματιών του και

γρήγορα-γρήγορα επέστρεψε στην επισκευή του καμακιού. Η Τάφη πλησίασε τον Άγνωστο

Άνθρωπο -που είχε πολύ λιγότερες τρίχες από αυτή και τη φυλή της- και του έπιασε

κουβέντα.

Τάφη: Για πες μου, μήπως ξέρεις που είναι το σπίτι μου;

Ο Άγνωστος Άνθρωπος την πλησίασε και της χάιδεψε στοργικά το κεφάλι, είχε και αυτός

μία κόρη στην ηλικία της. Το μόνο όμως που της απάντησε, ήταν ένα πρωτόγονο αλλά

στοργικό -Ούμ.

Τάφη: Κρίμα, και είχα την ελπίδα ότι θα μας βοηθούσες...

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Τάφη, μην ενοχλείς τον κύριο.

Φώναξε ο Τεγκουμάϊ.

Τάφη: Δεν τον ενοχλώ καλέ πατέρα μου, απλά προσπαθώ να δω αν με καταλαβαίνει. Ίσως ήξερε πού είναι το σπίτι μας αλλά, μάταια... Δεν καταλαβαίνει τίποτα...

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Καλά, άσε με τότε να κάνω τη δουλειά μου.

Ξαναφώναξε ο μπαμπάς της Τάφη.

Ο Άγνωστος Άνθρωπος γεμάτος περιέργεια, πρόσεχε την Τάφη, που προσπαθούσε να τού

εξηγήσει τι έκανε ο πατέρας της και τι ακριβώς ήθελε από αυτόν. Ευτυχώς ήταν ένας πολύ

καλός πρωτόγονος Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ, και σκέφτηκε:

Άγνωστος Άνθρωπος: Σπουδαίο παιδί αυτό το κοριτσάκι. Σίγουρα είναι η κόρη εκείνου του εργατικού ανθρώπου. Είμαι σίγουρος ότι είναι ο Αρχηγός της φυλής, γιατί ούτε που γύρισε να με κοιτάξει.

Ο Άγνωστος Άνθρωπος χαμογέλασε ευγενικά και με πολύ σεβασμό. Τότε η Τάφη ξεθάρρεψε

για τα καλά και του μίλησε πάλι:

Τάφη: Θα σού κάνω μία ερώτηση και ελπίζω να καταλάβεις έστω και λίγο. Μήπως θα μπορούσες να πας μέχρι τη σπηλιά μας, να βρεις τη μαμά μου και να της πεις ότι ο μπαμπάς χρειάζεται το μαύρο δυνατό καμάκι του; Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις, γιατί τα πόδια σου είναι πολύ ψηλότερα και δυνατότερα από τα δικά μου.

Ο Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ σκέφτηκε:

Άγνωστος Άνθρωπος: Αλήθεια δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Το κοριτσάκι αυτό σίγουρα κάτι μού λέει, αλλά δεν καταλαβαίνω τι... Ίσως αυτός ο Αρχηγός, που μου γυρίζει την πλάτη, να θυμώσει μαζί μου που δεν καταλαβαίνω... Ας είμαι ευγενικός...

Πήγε στο κοντινό δέντρο, που το λέγανε Σημύδα, και έκοψε ένα κομμάτι από τον ωραίο

άσπρο φλοιό τού και το πρόσφερε στην Τάφη. Εκείνα τα χρόνια καλό μου παιδί,

αυτό ήταν ένδειξη ειρήνης και φιλίας μεταξύ των ανθρώπων. Εκείνη την εποχή άλλωστε,

είχανε μεγάλη εκτίμηση για τη φύση και τα δέντρα.

Η Τάφη, που στα μάτια του Άγνωστου Ανθρώπου έμοιαζε με την κόρη του Αρχηγού, δεν

κατάλαβε ούτε για ειρήνη ούτε για φιλία! Δεν τα ήξερε βλέπεις ακόμα αυτά τα συνθηματικά,

ήτανε μικρή. Κατάλαβε όμως με τον δικό της πρωτόγονο τρόπο τι ήθελε να της πει ο

ξένος και έτσι τού απάντησε:

Τάφη: Αχ καλέ μου Άγνωστε, μη μού ζητάς να σού γράψω τη διεύθυνσή μου γιατί δεν ξέρω γράμματα. Ξέρω όμως να ζωγραφίζω λίγο. Αν θες μπορώ να σου ζωγραφίσω τη διαδρομή για το σπίτι μου πάνω στο φλοιό τού δέντρου.

Η μικρή τότε, άπλωσε το χέρι της να πιάσει το μεγάλο γαμψό νύχι από προϊστορικό

λιοντάρι, που κρεμότανε στο λαιμό του Άγνωστου Ανθρώπου, ανάμεσα σε χρωματιστά

κοχύλια και σπόρους. Ο Άγνωστος, αν και δεν καταλάβαινε λέξη από όσα τού έλεγε η Τάφη,

έμεινε ακίνητος και άφησε την Τάφη να πάρει το νύχι. Εκείνη την ώρα σκέφτηκε:

Άγνωστος Άνθρωπος: Πραγματικά, τούτο το κοριτσάκι, η κόρη του Αρχηγού, είναι πολύ έξυπνο. Το νύχι του προϊστορικού λιονταριού είναι μαγεμένο και μού είχανε πει πως όποιος το ακουμπήσει θα γίνει αμέσως σκόνη! Τίποτε όμως δεν έγινε... Και ο αρχηγός δεν μού δίνει καμία σημασία παρά έχει γυρισμένη την πλάτη του και δουλεύει ακατάπαυστα! Πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβω τι μού λέει το κορίτσι...

Στο μεταξύ η Τάφη είχε ξαπλώσει μπρούμητα στην όχθη του ποταμού και με το νύχι

του προϊστορικού λιονταριού, άρχισε να σκαλίζει επάνω στο φλοιό.

Τάφη: Θα σού ζωγραφίσω όσο καλύτερα μπορώ τη σπηλιά μας. Πρώτα όμως θα σού φτιάξω τον μπαμπά μου, που διορθώνει το σπασμένο καμάκι. Μμμ! Δε φαίνεται να τού μοιάζει και πολύ, αλλά η μαμά μου θα καταλάβει. Να, σού ζωγραφίζω και το μαύρο καμάκι του μπαμπά που θέλω να μας φέρεις. Μμμ, κρίμα, ούτε αυτό έγινε πολύ καλό. Είναι μεγάλο το καμάκι και η φλούδα μικρή, πώς θα χωρέσουν όλα μέσα; Δεν πειράζει, η μαμά θα καταλάβει. Θα σού ζωγραφίσω και ΄μένα για να καταλάβει καλύτερα. Πριν τελειώσω όμως, θα ζωγραφίσω και ΄σένα. Μμμ! Δε σε ζωγράφισα καλά, και είσαι τόσο όμορφος. Δεν φαντάζομαι να παρεξηγηθείς; Σού υπόσχομαι την επόμενη φορά θα σε κάνω καλύτερο, όμορφο όπως είσαι!

Ο Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ παρακολουθούσε με πολύ προσοχή και

θαυμασμό την μικρή Τάφη που ζωγράφιζε, χωρίς φυσικά να καταλαβαίνει κουβέντα απ’ όσα

τού έλεγε. Σκέφτηκε λοιπόν:

Άγνωστος Άνθρωπος: Αν κατάλαβα καλά από τη ζωγραφιά, μάλλον θα γίνει κάποιος μεγάλος πόλεμος και τούτη η έξυπνη κόρη του Αρχηγού προσπαθεί να μού πει ότι χρειάζονται ενισχύσεις από τη φυλή τους!

Η Τάφη καμάρωνε με τη ζωγραφική της και το σχεδιάγραμμα τής διαδρομής!

Τάφη: Τέλειωσα με το σχέδιο. Έλα, είναι έτοιμο. Για να σού εξηγήσω, λοιπόν, πού είναι η διεύθυνση τού σπιτιού μας κοίτα εδώ. Να, προχωράς ίσια, ώσπου να φτάσεις στο λόφο, νάτος. Κατόπιν θα διαβείς ανάμεσα από τον βάλτο με τα λασπωμένα νερά και τούς κάστορες. Αυτοί εδώ είναι οι κάστορες, σού έκανα πολλούς! Αμέσως μετά θα συναντήσεις δύο τεράστια δέντρα. Ε, μετά το βάλτο και τα δέντρα είναι η σπηλιά μας! Να, σού ζωγράφισα και τη μαμά μου στην εξώπορτα τής σπηλιάς, θα την γνωρίσεις αμέσως, γιατί είναι πολύ όμορφη. Θυμίσου να της ζητήσεις το μαύρο καμάκι, τούτο εδώ. Κατάλαβες τι σού είπα ή θέλεις να σού τα ξαναπώ;

Ο Άγνωστος Άνθρωπος δεν κατάλαβε τίποτα, μόνο σκέφτηκε:

Άγνωστος Άνθρωπος: Εντάξει, τώρα είμαι σίγουρος, κινδυνεύουν για τα καλά! Πρέπει οπωσδήποτε να βρω τη φυλή τους και να τούς πω να έρθουνε για βοήθεια. Ίσως, μάλιστα, οι εχθροί τους να είναι κρυμμένοι εδώ κοντά, έτσι εξηγείται η αδιαφορία τού Αρχηγού, προετοιμάζει το όπλο του για τη μάχη! Φεύγω αμέσως!

Πήρε απότομα τη φλούδα από το χέρι τής Τάφη και έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ρωτήσει

τίποτε άλλο. Και τι να ρωτήσει, δηλαδή, αφού δεν καταλάβαινε... Τέλος πάντων, εκείνος

έφυγε τρέχοντας!

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Τι έλεγες τόση ώρα μαζί του;

Ρώτησε ο πατέρας Τεγκουμάϊ, που είχε φτιάξει εντελώς το καμάκι του!

Τάφη: Πολλά κουβέντιασα μαζί του και μάλιστα τον έστειλα να κάνει μιά δουλειά! Είμαι σίγουρη ότι θα ξαφνιαστείς με την έκπληξη που σού ετοιμάζω, περίμενε μόνο λίγη ώρα και θα δεις! Θα είναι μιά έκπληξη προϊστορική, στα σίγουρα!

Χωρίς δεύτερα λόγια, ο Τεγκουμάϊ και η Τάφη ριχτήκανε με τα μούτρα στο καμάκωμα των

ψαριών. Ο μπαμπάς χτυπούσε και η κόρη μάζευε από τα γύρω του τα ψάρια, που έβγαζε από

το ποτάμι. Λίγα, αλλά καλά! Ας δούμε όμως αγαπημένο μου παιδί τι έκανε όλη αυτή την

ώρα ο προϊστορικός Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ. Έτρεξε λοιπόν πολύ, τόσο

που η Τάφη δεν θα άντεχε, γι’ αυτό είμαι σίγουρος καλό μου παιδί. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα

μπορούσε και μετά από το βάλτο, τυχαία, έφτασε έξω από την προϊστορική γειτονιά τής

οικογένειας Τεγκουμάϊ Μποποουλάϊ. Στη δεύτερη σπηλιά, μετά τον βράχο καθόταν η

Τεσουμάϊ Τεβιντρού! Μα, φυσικά! Ήταν η μητέρα της Τάφη, που κουβέντιαζε μαζί με άλλες

πρωτόγονες κυρίες, τις φίλες της, σχετικά με σοβαρά ζητήματα. Μιά πρωτόγονη κυρία είχε

το λόγο και εξηγούσε στις υπόλοιπες την καινούρια πρωτόγονη-νεολιθική μόδα!

Ο Άγνωστος Άνθρωπος αναγνώρισε αμέσως την Τεσουμάϊ, όχι από τη ζωγραφιά που είχε

στον φλοιό, αλλά από την ομοιότητα που είχε με την Τάφη! Έμοιαζαν καταπληκτικά! Την

πλησίασε διακριτικά, ως γυναίκα του Μεγάλου Αρχηγού, και τής έδωσε τη φλούδα. Ήτανε

και κουρασμένος από το τρέξιμο, αλλά μπροστά στις κυρίες έδειχνε ευγένεια. Γι’ αυτό και

δεν ζήτησε να κάτσει, άλλωστε. Η Τεσουμάϊ μόλις είδε την εικόνα στο φλοιό έβαλε τις

φωνές. Το ίδιο έκαναν και οι πρωτόγονες φίλες της, εκείνες βέβαια δεν είχανε δει τον φλοιό,

αλλά φώναζαν επειδή φώναζε και η φίλη τους!

Έπειτα, όλες μαζί, αρχίσανε να χτυπάνε τον άμοιρο Άγνωστο Άνθρωπο, μέχρι που μία από αυτές ρώτησε:

Πρωτόγονη κυρία: Μα, κυρία Τεσουμάϊ, γιατί τον βαράμε;

Αγανακτισμένη η Τεσουμάϊ, η μαμά της Τάφη, απάντησε:

Μαμά Τεσουμάϊ: Ορίστε, είναι ολοφάνερο, αυτός ο Άγνωστος Άνθρωπος έδειρε την Τάφη μ’ ένα κοντάρι, καθώς και τον άντρα μου. Έχει και το θράσος να φέρει τη ζωγραφιά για να δω την κατάντια τους! Είμαι αξιολύπητη...

Περίεργες οι νεολιθικές κυρίες έσκυψαν να δουν από κοντά την εικόνα πάνω στην

όμορφη άσπρη φλούδα.

Μαμά Τεσουμάϊ: Δείτε, να ο Τεγκουμάϊ χτυπημένος. Να! Να, και το κοντάρι στην πλάτη του. Εδώ είναι η Τάφη κι εδώ πολλοί άλλοι άνθρωποι, -αυτοί φυσικά, ήταν οι κάστορες καλό μου παιδί, που είχε ζωγραφίσει η Τάφη, θυμάσαι;- Μα είναι πρωτοφανές, ανήκουστο, ανυπόφορο! Μιά τέτοια φοβερή βαρβαρότητα στην εποχή μας; Μα που ζούμε επιτέλους;

Πρωτόγονες κυρίες: Πραγματικά, πραγματικά!

...απάντησαν όλες μαζί οι νεολιθικές γειτόνισσες, φίλες και επισκέπτριες τής Τεσουμάϊ.

Συμπαραστεκόντουσαν όλες μαζί στο δράμα που ζούσε η καλή πρωτόγονη-

προϊστορική τους φίλη! Αρπάξανε τότε όλες μαζί τον Άγνωστο Άνθρωπο και αρχίσανε να τον

τραβούν, να τον χτυπούν, να τού πετάνε χώματα. Τον χτύπησαν τόσο πολύ που ο Άγνωστος

Άνθρωπος, αν και ευγενικός, άρχισε να ενοχλείται. Μετά οι κυρίες, καλέσανε τον αρχηγό τής

φυλής –τον πραγματικό αρχηγό-, που τον έλεγαν Μπανταλαμπογκούγκου, τον υπαρχηγό

Νέγκους, όλους τούς υπασπιστές, τούς ιερείς που τούς λέγανε Γιου-Γιου και όλοι μαζί

κάνανε συμβούλιο! Ήτανε λίγο πρωτόγονο το συμβούλιό τους, αλλά έπρεπε να βρεθεί

γρήγορα μία λύση. Στο τέλος, η απόφαση βγήκε ομόφωνα. Ο Άγνωστος Άνθρωπος έπρεπε

να τιμωρηθεί αυστηρά, αλλά πριν την τιμωρία, θα έπρεπε να τούς πάει στο σημείο που είχε

αφήσει χτυπημένους την Τάφη και τον προϊστορικό μπαμπά της.

Ο Άγνωστος Άνθρωπος από τη φυλή Ταβάρ, αν και παρακολουθούσε σιωπηλός όλη αυτή

την κατάσταση –δεν καταλάβαινε άλλωστε και λέξη απ’ όσα λέγανε οι άλλοι-, άρχισε να

χάνει την υπομονή του. Είχε καταλάβει από ώρα ότι οι προϊστορικές κυρίες δεν λέγανε

καλές κουβέντες γι’ αυτόν. Προσπάθησε να συγκρατήσει τα νεύρα του, παρέμεινε ήρεμος

και ευγενικός, κρατούσε ψηλά την αξιοπρέπειά του.

Το συμβούλιο με την Τεσουμάϊ τότε, τού ζήτησε να τούς πάει στο σημείο τού ποταμού

Βάγκαρ, εκεί που βρισκόντουσαν ακριβώς ο Τεγκουμάϊ και η Τάφη. Έτσι και έγινε. Ο

Άγνωστος Άνθρωπος, παρέα με όλο το χωριό τής Τάφη και χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς

τι γίνεται, βρώμικος και χτυπημένος, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, μα πάντα ευγενικός

και νηφάλιος, τούς οδήγησε στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε.

Τάφη: Αληθινά, γύρισες πολύ γρήγορα! Μα... Γιατί κουβάλησες όλους αυτούς μαζί σου; Μπαμπά, μπαμπά, τρέξε να δεις την έκπληξη που σού έλεγα!!!

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Ω! Μα, τί έκπληξη είναι αυτή; Γιατί έρχονται όλοι εδώ; Εγώ ήρθα να βρω μιά ερημιά για να ψαρέψω και τώρα... μού χαλάσανε το ψάρεμα! Γιατί κουβαλήθηκε εδώ όλη η ευγενική φυλή μας;

Φαντάσου την έκπληξη τού Τεγκουμάϊ, καλό μου παιδί, σαν είδε όλους αυτούς τούς

ανθρώπους να βαδίζουνε προς το μέρος του. Όλη η φυλή ήταν εδώ. Μπροστά βάδιζε η

Τεσουμάϊ Ντεβιντρού μ’ όλες τις φίλες της. Πίσω, ερχότανε ο αρχηγός

Μπανταλαμπογκούγκου με τους υπασπιστές του, μετά ο υπαρχηγός, οι χιλίαρχοι και οι

Χάνγκα, οι ιερείς Γιου-Γιου με τα όπλα τους. Μετά, ακολουθούσε η φυλή ιεραρχικώς.

Πρώτα βάδιζαν αυτοί που είχαν 4 προϊστορικά-πρωτόγονα παιδιά, μετά ακολουθούσαν

αυτοί που είχαν 3 προϊστορικά-πρωτόγονα παιδιά, μετά ερχόντουσαν αυτοί που είχαν

λιγότερα παιδιά αλλά έναν τάρανδο, μετά αυτοί που είχαν έναν τάρανδο και μία γάτα.

Πρέπει να ξέρεις όμως καλό μου παιδί, ότι εκείνα τα χρόνια οι γάτες ήτανε πολύ μεγαλύτερες

από αυτές που ξέρουμε τώρα. Στο τέλος ακολουθούσαν όλα τα πρωτόγονα παιδάκια τής

φυλής αδιαφορώντας για τούς μεγαλύτερους, φωνάζοντας και παίζοντας με ό,τι έβρισκαν στο

διάβα τους, όπως θα έκανε άλλωστε κάθε σωστό παιδί!

Επικρατούσε σύγχιση. Όλοι φώναζαν ώσπου ο Τεγκουμάϊ, για να τους ησυχάσει,

αναγκάστηκε να τους εκφωνήσει ένα νεολιθικό λόγο!

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Ευγενικέ αρχηγέ και καλοί μου φίλοι, αγαπητή μου γυναίκα και σεις καλά παιδάκια, τι σάς ήρθε και κουβαληθήκατε όλοι εδώ; Πρέπει να έχετε πολύ σοβαρό λόγο για να χαλάτε το ψάρεμά μου και ακόμα πιο σοβαρό να μού πείτε γιατί είναι έτσι βρώμικος και χτυπημένος ο Άγνωστος Άνθρωπος;

Η Τάφη έτρεξε στην αγκαλιά τής μαμάς της...

Τάφη: Μαμά μου, πού είναι το μαύρο καμάκι τού μπαμπά; Ποιοί χτυπήσανε τον όμορφο και ευγενικό φίλο μου;

Τότε η Τεσουμάϊ, παρατηρώντας ότι ο άντρας της και η κόρης είναι μία χαρά ρώτησε τον

Τεγκουμάϊ:

Μαμά Τεσουμάϊ: Ποιοί ήταν αυτοί που σε χτύπησαν αγαπημένε μου;

Ο Τεγκουμάϊ απάντησε:

Μπαμπάς Τεγκουμάϊ: Μα τι λες; Δε βλέπεις που είμαι ή μάλλον, ήμουνα μόνος;

Ο-λο-μό-να-χος! Δεν ξέρω τι μού λέτε. Δεν θα είστε καλά άνθρωποι τής φυλής μου.

Αυτή ήτανε μιά εξαιρετική ευκαιρία για να μιλήσει ο αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου, ο αληθινός αρχηγός τής φυλής. Αφού έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και αφού πήρε την ανάλογη στάση, είπε:

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Τούτος ο άνθρωπος, τούτος ο άνθρωπος λέω που είναι και Άγνωστος Άνθρωπος, μας έδειξε μιά ζωγραφιά με ΄σένα χτυπημένο, όπως και την Τάφη. Πού είναι ο εχθρός;

Τότε η Τάφη, καταλαβαίνοντας τί έχει γίνει, τραβήχτηκε από την αγκαλιά τής μητέρας της

και βγήκε μπροστά:

Τάφη: Ω, όχι όχι! Αυτή την εικόνα την έφτιαξα εγώ!

-Εσύ; Εσύ την έφτιαξες κακομαθημένο παιδί;

Φώναξε όλη η φυλή με μιά φωνή!

-Να εξηγήσεις! Να εξηγήσεις!

Ξαναφώναξε όλη η φυλή με μιά φωνή!

Τάφη: Να, ξέρετε, ήθελα να ζητήσω από τη μαμά να στείλει το μαύρο δυνατό καμάκι στον μπαμπά, γιατί το άσπρο έσπασε... Ζωγράφισα, λοιπόν, πάνω στη φλούδα τη διαδρομή... Τη σπηλιά, τη μαμά, εμένα και τον μπαμπά... Φαίνεται όμως πως δεν τα έκανα πολύ καλά. Τί θέλετε όμως να κάνω; Μήπως πήγα στη Σχολή Καλών Πρωτόγονων Τεχνών; Ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα έκανα και εσείς φερθήκατε τόσο άσχημα στο φίλο μας... Είμαι σίγουρη ότι θα μάς κακοχαρακτηρίσει και ίσως μάς δυσφημίσει σε όλο τον κόσμο για τα αφιλόξενα αισθήματα που δείξατε στον επισκέπτη μας...

Όλοι σώπασαν για λίγο, ακόμα και τα παιδάκια... Τα λόγια τής Τάφη έπιασαν τόπο. Στο

τέλος γέλασε λίγο ο αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου, μετά γέλασε λίγο και ο υπαρχηγός.

Δειλά-δειλά γέλασαν και οι Γιου-Γιου και τελικά, γέλασε και ο Άγνωστος Άνθρωπος! Έ,

μετά απ΄ αυτό, όλη η φυλή ξέσπασε στα γέλια! Μόνο οι πρωτόγονες μονολιθικές κυρίες δε

γέλασαν, είχαν κουραστεί από το περπάτημα και δεν έβρισκαν την ταλαιπωρία καθόλου

διασκεδαστική! Ο αρχηγός ξαναπήρε την γνωστή στάση που έπαιρνε σαν ήθελε να βγάλει

λόγο. Όλοι γυρίσανε και τον κοιτάξανε κι εκείνος, αφού καθάρισε τον λαιμό του, είπε με

ύφος πολύ σοβαρό και αρχηγικό:

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Τάφη, Τάφη, λέω. Είσαι στα σίγουρα ένα κακομαθημένο παιδί και είμαι σίγουρος που σού χρειάζεται ένα χεράκι ξύλο. Όμως Τάφη, Τάφη λέω, αυτή τη φορά έκανες μιά σπουδαία εφεύρεση...

Τάφη: Σας ορκίζομαι, δεν το ήθελα. Εγώ ζητούσα μονάχα το καλό μαύρο καμάκι του μπαμπά μου...

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Χα, χα, χα…

Γέλασε ο Αρχηγός με μεγαλοπρέπεια. αλλά καλόκαρδα.

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Εντάξει, μικρή μου Τάφη. Εντάξει, λέω. Δεν πειράζει αυτή τη φορά και πρέπει να ξέρεις πως τούτη την εφεύρεση μιά μέρα οι άνθρωποι θα την πούνε... χμ... για να σκεφτώ... Α, ναι, μιά μέρα οι άνθρωποι θα την ονομάσουν, οι άνθρωποι θα την ονομάσουν λέω, γράψιμο!

Και συνέχισε ο σοφός πρωτόγονος αρχηγός:

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Σε λίγα χρόνια δεν θα είναι εύκολο να τις διαβάσουμε, γι’ αυτό και θα γράφουμε με γράμματα. Με αυτά θα γράφουμε, χωρίς να γίνονται λάθη και παρεξηγήσεις. Μπράβο Τάφη, έκανες την αρχή μιάς σπουδαίας εποχής! Και τώρα κυρίες μου, σας παρακαλώ καθαρίστε τον ευγενικό Άγνωστο Άνθρωπο από τα χώματα και προσφέρετε του νερό...

Η Τάφη ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει καλά καλά τι εννοούσε ο αρχηγός –ο

πραγματικός αρχηγός- και έτσι τού είπε:

Τάφη: Δεν μπορώ να καταλάβω τί μού λες. Εκείνο που θέλω να μάθω είναι γιατί δε φέρατε το καμάκι τού μπαμπά μου;

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: Την άλλη φορά Τάφη, την άλλη φορά λέω, αν θέλεις το καμάκι σου...

...είπε ο αρχηγός...

Αρχηγός Μπανταλαμπογκούγκου: ...να μάς στέλνεις αγγελιαφόρο που να μιλά την ίδια γλώσσα με ΄μάς για να συνεννοούμαστε. Αλλιώς θα πρέπει να περιμένεις μέχρι να μάθουμε γράμματα! Αυτή τη φορά ήμασταν όλοι τυχεροί που ο ευγενικός Άγνωστος Άνθρωπος δε θύμωσε μαζί μας, όμως την επόμενη φορά...

Και έτσι καλό μου παιδί, πήραν όλοι μαζί το δρόμο τού γυρισμού και ο Άγνωστος Ταβάρ

έφυγε για τη φυλή του στην άλλη μεριά του ποταμού. Όμως από εκείνη την ημέρα κάτι

άλλαξε και τα παιδάκια προσπαθούσανε να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν! Τα

γράμματα έγιναν βλέπεις καλό μου παιδί, προϊστορική μόδα στο χωριό τής οικογένειας

Τεγκουμάϊ Μποποουλάϊ και τελικά, ακόμα και στις μέρες μας, είναι πάντα τής μόδας αυτοί

που γνωρίζουν καλά γραφή και ανάγνωση, περίπου σαν την Τάφη!!!

ΤΕΛΟΣ

*-*-*


[i] Οι ιστορίες της ζούγκλας του Ρ. Κίπλινγκ, έχουν προσαρμοστεί από τον Β.Α. Λαμπρόπουλο, και πρόκειται να εκδοθούν. Το σχέδιο του παρόντος θέματος είναι από την πρώτη έκδοση του βιβλίου στην αγγλική.